Σκοτώθηκαν τη μέρα της μεγάλης χαράς! Πηγή : ΡΟΔΙΑΚΗ
Ανδρέας Παντελάκης & Στέμη Μακρινάκη
Η Μάνθα Ζιώγου, μητέρα της Στέμης, ανοίγει την καρδιά της και μιλά για όλα όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν το μοιραίο εκείνο βράδυ που χάθηκε το ζευγάρι.
Τέτοιο τέλος φωτιά! Δεν εξηγείται με τη λογική, δεν προλαβαίνει το μυαλό. Ο Ανδρέας και η Στέμη σκοτώθηκαν με τη μηχανή πριν δύο χρόνια και δυό μήνες ακριβώς, κι έμεινε τ΄ όνειρο μισό.
Ο νεαρός γιατρός και η νοσηλεύτρια που έκανε την πρακτική της στο νοσοκομείο, η ζωή και ο έρωτας μαζί, που παραχώρησαν τη θέση τους στο θάνατο χωρίς να δώσουν μάχη, πάνω στη μεγάλη χαρά τη μέρα που η σχέση τους επισημοποιείτο, συντάραξαν τη Ρόδο, έκαναν μάτια αγνώστων να δακρύσουν.
Για τη Μάνθα Ζιώγου, ήταν το μοναχοπαίδι κι η μοναχοκόρη της, κι αντί να σκληρύνει την καρδιά της την άνοιξε, κι έβαλε κι άλλους μέσα και κάνει πράγματα που θα έκανε η Στέμη και πατά στα βήματα που πατούσε εκείνη. Δεν υπάρχουν λόγια, μόνο θαυμασμός για την αξιοπρέπεια και τη στάση ζωής.
Νομίζετε πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει; Πως η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη;
Για κάποια πράγματα που μας συμβαίνουν έχουμε μια συμμετοχή, κάνοντας ίσως λαθεμένες επιλογές. Είναι μια αλυσίδα τα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας στην οποία προστίθενται οι κρίκοι άλλοτε από εμάς, κι άλλοτε από ένα αόρατο σχέδιο. Με την περίπτωση του παιδιού μου συνέβησαν απίστευτα πράγματα. Η Στέμη δεν ήταν να κάνει την πρακτική της ως νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο της Ρόδου. Εγώ την πίεσα να έρθει να την κάνει εδώ. Στο νοσοκομείο της Ρόδου, είναι επιβεβαιωμένο πια ότι καμία άλλη νοσηλεύτρια δεν έχει κάνει πρακτική στο τμήμα της Μαιευτικής. Δεν κάνουν πρακτική εκεί νοσηλεύτριες, αλλά μόνον οι μαίες. Την επέλεξε ως ένα χαρούμενο τμήμα που φέρνει τη ζωή, κι εκεί γνώρισε τον Ανδρέα, ειδικευόμενο μαιευτήρα, από την πρώτη μέρα που πήγε. Όλα πήγαιναν προς τα κει. Μερικές φορές πιστεύω πως ήταν τόσο καρμική η συνάντησή τους, κι αυτή η σχέση. Πρόλαβαν και ήταν μαζί οκτώ μήνες.
Ήταν χαρούμενη η Στέμη το διάστημα αυτό;
Ήταν τρισευτυχισμένοι, κι η Στέμη κι ο Ανδρέας. Η Στέμη κάθε μέρα ζούσε ένα λοβ στόρι που το μοιραζόταν μαζί μας, λες και ήθελε να μας το αφήσει παρακαταθήκη, να το ξέρουμε και να το θυμόμαστε. Πού πήγαν, πώς πέρασαν… Τέσσερις μέρες πριν το βράδυ εκείνο που χάθηκαν γνώρισα εγώ τον Ανδρέα. Αισθανόταν έτοιμη πια να μου τον γνωρίσει ενώ την ημέρα εκείνη μόνο τρεισήμισι ώρες πριν σκοτωθούν, ο Ανδρέας μίλησε με τη μητέρα του στο τηλέφωνο και της έδωσε για πρώτη φορά να μιλήσει με τη Στέμη.
Και λίγο μετά έγιναν όλα, την ημέρα της μεγάλης χαράς!
Ναι, κι ήταν χαρούμενη και η μαμά του Ανδρέα, ήμασταν χαρούμενοι όλοι. Ο Ανδρέας ήταν ένα μετρημένο παιδί, ισορροπημένο, αργότερα μάθαμε από το Νοσοκομείο πως θεωρούσαν ότι θα είχε πορεία ως επιστήμονας.
Τι είχε προηγηθεί;
Ήτανε Πέμπτη 10 Μαΐου του 2012. Συναντήθηκαν το μεσημέρι, πήγαν στον «Κούκο» να τσιμπήσουν κάτι και φεύγοντας από εκεί πήγαν για καφέ σε μία καφετέρια στην Ιαλυσό. Το είδαμε ότι ήταν εκεί από την κάμερα του μαγαζιού. Μέχρι εκείνη την ώρα είχαμε ακούσει τα απίστευτα. Μέχρι ότι είχανε συνοδεύσει ασθενοφόρο με τη μηχανή στο αεροδρόμιο! Το ψάξαμε δεν ίσχυε τίποτα απ΄ αυτά. Ήταν η τελευταία τους μέρα και την περνούσαν μαζί.
Πώς έγινε;
Ήταν στις 20:30, γύριζαν στην πόλη. Έγινε σύγκρουση μ΄ ένα τζιπ το οποίο ανέβαινε προς Ιαλυσό. Υπάρχουν μαρτυρίες, οι έρευνες για τις συνθήκες του δυστυχήματος συνεχίζονται. Ο θάνατός τους ήταν ακαριαίος.
Πότε το μάθατε εσείς;
Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Είχε διαρρεύσει από το Facebook παντού, το είχαν μάθει μέχρι οι ξαδέλφες της Στέμης στην Αμερική, το δικό μου τηλέφωνο και το τηλέφωνο των γονιών του Ανδρέα δεν χτύπησε ποτέ. Πήγα στο Νοσοκομείο στις 11 το βράδυ χωρίς να ξέρω γιατί πηγαίνω. Στην Κρήτη όπου σπούδαζε το έμαθαν όλοι οι φίλοι της, κι εγώ δεν ήξερα τίποτα. Κι εκείνη την ημέρα είχα πει να μην την ψάξω, εγώ την έψαχνα πάντα, όλοι το ξέρουν αυτό, την αναζητούσα κάθε δυό-τρεις ώρες στο τηλέφωνο για να την ακούσω, την κόρη μου, το μοναχοπαίδι μου. Εκείνη την ημέρα δεν το έκανα και μετά τα’ βαλα με τον εαυτό μου. Πώς είναι δυνατόν, πώς είναι δυνατόν, εγώ που την έψαχνα συνέχεια, εκείνο το βράδυ να μην την ψάξω. Σαν να μου είχαν βάλει μια ένεση από νωρίς και να μην αισθανόμουν.
Στις 20:30 ακριβώς μου τηλεφώνησε η μητέρα μου, η Στέμη θα πήγαινε στη γιαγιά της, μου είπε «δεν φάνηκε ακόμη»… Αισθάνθηκα σαν ένα ηλεκτρικό ρεύμα να με διαπέρασε, σαν να με χτύπησε κεραυνός. Από εκεί και πέρα έκλεισαν οι ασφάλειες του εγκεφάλου μου, του συνειδητού μου κόσμου, σαν να αρνιόμουν να σκεφτώ. Της τηλεφωνούσα συνέχεια σαν ρομπότ χωρίς να σκέφτομαι το παρακάτω. Ήταν η μόνη φορά που σαν να με είχαν ναρκώσει. Τότε ξεκίνησαν να της τηλεφωνούν όλοι, ο σύζυγός μου, η μητέρα μου και τότε ακόμη δεν το ήξερα, αλλά όταν παίρνουν δύο ταυτόχρονα στο ίδιο κινητό δείχνει απασχολημένο. Έτσι παρηγοριόμουν, έλεγα μιλάει. Πήρα μια φίλη της.
Με κανέναν δεν είχε βρεθεί και δεν είχε μιλήσει ούτε εκείνη, ούτε ο Ανδρέας. Και τότε κάτι άκουσε ο σύζυγός μου, κάτι του είπαν, έκατσα στο πάτωμα δεν ήθελα να πάω μαζί του στο νοσοκομείο, δεν πήγα. Έμεινα μόνη, έρποντας κάποια στιγμή έπιασα το τηλέφωνο, πήρα την αδελφή μου, της είπα να’ ρθει να με πάει στο νοσοκομείο γιατί μάλλον χτύπησε η Στέμη. Σαν να είχα βγει από το σώμα μου, σαν να ήμουν θεατής.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που μιλήσατε;
Το αυτοκίνητο που της είχα πάρει, πριν από 24 μέρες για το πτυχίο της και τα γενέθλιά της ήταν παρκαρισμένο στο Μαντράκι γιατί μέχρι το μεσημέρι ήταν μαζί μου στα καταστήματά μας. Το μεσημέρι φεύγοντας από το χρυσοχοείο ήθελε να μάθει πως λένε το «αγάπη μου» στα ρουμάνικα γιατί ο Ανδρέας είχε σπουδάσει στη Ρουμανία. Ρώτησε τη συνεργάτιδά μας στο μαγαζί που είναι ρουμάνα και της είπε «ΙΟΥΜΠΙΡΕΑ ΜΕΑ». Το επανέλαβε, έφυγε, όμως δεν είχε έρθει ακόμα ο Ανδρέας να την πάρει με τη μηχανή, κι εκείνη ξέχασε πως λένε το «αγάπη μου» στα ρουμάνικα. Έτρεξε πάλι, της το γράψαμε, πήρε το χαρτάκι το επανέλαβε, μας έστειλε ένα φιλί, κι έφυγε.
Τι έγινε όταν φτάσατε στο νοσοκομείο;
Ο σύζυγός μου, μου είπε «σκοτώθηκαν και οι δυό». Δεν αντέδρασα, ήμουν ένα ρομπότ απρογραμμάτιστο όλη την ημέρα, κι εκείνη τη στιγμή σαν να ανέβηκα από ψηλά και τους έβλεπα. Ακολούθησαν όσα λέγονταν για τις συνθήκες του δυστυχήματος που με θύμωσαν, κι εμένα πολύ και τους γονείς του Ανδρέα. Όλοι είχαν περάσει από κει, όλοι ξέρανε τι έγινε εκεί, αλλά όταν ρωτούσαμε συγκεκριμένα να μας πουν, όχι για να χρησιμοποιούσαμε τα λεγόμενά τους, αλλά για να ξέρω εγώ ως μητέρα, τότε δεν ήξερε κανείς, τότε τα άλλαζαν, «ο φίλος μου, μου το είπε, ο συνάδελφος είχε περάσει»…
Ήταν το μοναχοπαίδι σας!
Που πληρούσε τα πάντα. Ήτανε χαμογελαστή, ήταν η χαρά της ζωής. Δυό-τρεις φορές είχε πει σ΄ ένα φίλο της στην Κρήτη «εγώ θα πεθάνω νέα, θα πεθάνω μικρή». Και μια φορά είπε σ΄ εμάς ότι πέρασε μια τσιγγάνα, από τις καφετέριες που κάθονται οι φοιτητές στην Κρήτη και της είπε ότι θα πεθάνει νωρίς. Το’ λεγε και γελούσε. Δεν τον φοβόταν τον θάνατο, είχε δει τόσα στο πανεπιστημιακό της Κρήτης και στο νοσοκομείο της Ρόδου, που θεωρούσε το θάνατο ως μία άλλη διάσταση.
Τα καλοκαίρια ως εθελόντρια εργαζόταν στα επείγοντα, μόλις είχε τελειώσει την πρακτική της στα τέλη Μαρτίου. Ένα μήνα πριν ήταν το Πάσχα. Ήταν θρησκευόμενοι και οι δυό. Είχαν νηστέψει 40 μέρες και μετάλαβαν μαζί. Ο Ανδρέας είχε κάνει το αγροτικό του στην Πάτμο όπου ο κόσμος τον λάτρευε. Πήγα, βρήκα τις καλόγριες που ήταν γιατρός τους. Η ηγουμένη η Χριστονύμφη, είχε προσωπική σχέση μαζί του, μου είπε ότι ο Ανδρέας είχε πνευματικές αναζητήσεις. Τους επόμενους μήνες ήμουν σε μία κατάσταση αλλοφροσύνης, τη συνάντησα, μου είπε ότι τα δυό παιδιά βρέθηκαν στο ύψιστο σκαλοπάτι αφού είχαν λάβει τη θεία κοινωνία, κι έφυγαν έτοιμοι για τον Κύριο.
Εσείς πως αισθάνεστε με τη θρησκεία μετά απ΄ όσα έγιναν;
Η πίστη μου κλονίστηκε, δεν ξέρω πια. Δεν μπαίνω εύκολα σε εκκλησία. Τις πρώτες μέρες πετούσα κάτω τις εικόνες απ΄ το δωμάτιό της, τώρα πια δεν το κάνω γιατί φοβάμαι μήπως η Στέμη θυμώνει. Εγώ έψαξα άλλα σωσίβια απ΄ την αρχή. Η Στέμη είχε δύο φυλαχτά μέσα στο πορτοφόλι της, τα βρήκα, ήταν πάνω της και θύμωσα τόσο πολύ. Γιατί δεν την προστάτευσαν, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία, να ήταν τραυματισμός, κι όχι θάνατος; Έκανα την αυτοψυχανάλυσή μου, έκανα ψυχανάλυση και κάνω ακόμα και ξεκίνησα τον εθελοντισμό.
Η ΕΥΘΥΤΑ είναι πια ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Από μόνο του είναι ένα κομμάτι που πονά, αλλά εμένα μου δίνει την ικανοποίηση ότι μπορούμε να ευαισθητοποιούμε κόσμο, να προστατεύουμε άλλα παιδιά, ν΄ ακούσουν τις κραυγές μας. Στην ΕΥΘΥΤΑ υπάρχει μια ομάδα που τη λέμε «Ομάδα Ζωής» και ένας ψυχολόγος ο Γιάννης Χουρδάς, που δίνει πραγματική βοήθεια. Μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να πάρει η ζωή μας. Εγώ που μετά από αυτό που συνέβη πίστευα αυτό που γράφει ο Μπουκάι ότι «ο δρόμος των δακρύων είναι προσωπικός, μοναχικός και σκοτεινός» μέσα από την Ομάδα αντιλαμβάνομαι ότι κι έτσι να είναι έχεις συνοδοιπόρους.
Τα απογεύματα στο νεκροταφείο του Ταξιάρχη έχει πολλούς γονείς νέων παιδιών που συγκεντρώνονται πάνω απ΄ τους τάφους τους. Διαπίστωσα τελικά ότι η επικοινωνία μεταξύ μας είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Όπως και με τους γονείς του Ανδρέα που κι εκείνοι ανεβαίνουν το δικό τους Γολγοθά και τον ανεβαίνουμε μαζί. Έμαθα ν΄ αγαπάω τον πόνο μου. Είχε γράψει κάτι ο Σαίξπηρ και έχει γίνει η πυξίδα μου: «πώς να μην αγαπάω τον πόνο μου αφού αυτός είναι μόνιμα τώρα ο σύντροφός μου. Αυτός κοιμάται στο κρεβάτι του παιδιού μου, αυτός φοράει τα ρούχα του, αυτός μιλάει με το στόμα του»…
Είστε δυνατή!
Δεν είναι θέμα δύναμης, δεν με πειράζει να πεθάνω τώρα, παρακαλάω κάθε μέρα να συμβεί, όσο όμως είμαι στα πόδια μου, κι έχω τη λογική μου, θέλω να ακολουθήσω την πορεία της κόρης μου. Έτσι αισθάνομαι ότι είμαι κοντά της. Κάνω αυτό που ήθελε εκείνη να κάνει. Μπαίνω στο νοσοκομείο και μεγάλο κομμάτι της ζωής μου πια είναι το Εθελοντικό Κοινωνικό Ιατρείο-Φαρμακείο, στον Άγιο Ιωάννη στο οποίο θα συνεχίσω να πηγαίνω, σταμάτησα μόνο για τώρα το καλοκαίρι. Εκεί βοηθιέται πολύς κόσμος και αισθάνομαι ότι συμβάλλω, εισπράττεις την αγάπη τους.
Τι σας παρηγορεί;
Εγώ επειδή αυτό τον έρωτα ήταν σαν να τον ζούσα μέσω της κόρης μου, είναι το δικό μου παραμύθι, δεν θέλω να μου το παίρνουνε, μ΄ αυτό εγώ ζω. Θέλω να ξέρω μόνο ότι εκεί που είναι, είναι μ΄ αυτόν που αγαπά και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Ακόμα και στο σημείο της σύγκρουσης μετά την πτώση, βρέθηκαν πεσμένοι στο δρόμο δίπλα-δίπλα, δεν εκτοξεύτηκε κανείς.
Πήγατε και πήρατε το πτυχίο της από τα ΤΕΙ στο Ηράκλειο!
Πήγα και παρέλαβα το πτυχίο της Στέμης. Ήμουν συγκλονισμένη και ταυτόχρονα τόσο περήφανη που της το πήρα και της το έφερα η ίδια. Θρήνησα σ΄ όλους τους δρόμους του Ηρακλείου που περπάτησε εκείνη και την ένιωσα δίπλα μου, να περπατάμε μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου