Γιάννη Μ. Κοτζαμανίδη, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω *
Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.
Οπως είναι γνωστό, η παραγραφή εν επιδικία, κατά την πάγια και ομόφωνη άποψη της Θεωρίας και της Νομολογίας, συνιστά ειδικά ρυθμιζόμενη περίπτωση της παραγραφής, ως θεσμού του ουσιαστικού δικαίου, που συμπλέκεται και ρυθμίζεται σε ορισμένα σημεία του και από το δικονομικό δίκαιο.
Η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση της παραγραφής του δικαιώματος εκδηλώνεται, όταν η αξίωση γίνει επίδικη με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και οι διάδικοι αδρανούν ως προς την επίσπευση της δίκης.
Το ζήτημα, το οποίο πρόσφατα έχει ανακύψει, ανάγεται στο τι ακριβώς ισχύει, πλέον, και σε ποιο βαθμό έχουν επηρρεαστεί τα μέχρι τούδε γνωστά δεδομένα της παραγραφής εν επιδικία, μετά τις τροποποιητικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις του Ν. 4139/2013 και, ειδικώτερα, του άρθρου 261 ΑΚ.
Η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής δεν έχει πλέον, όπως μέχρι πρόσφατα συνέβαινε, περιορισμένη διάρκεια, αλλά διαρκεί μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης (άρθρ. 261 παρ. 1 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013), υπό την επιφύλαξη πάντοτε της παρ. 2 του ίδιου (τροποποιημένου) άρθρου, που ρυθμίζει τα της δικονομικής αδρανείας των διαδίκων και προβλέπει επανέναρξη της παραγραφής μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου και των διαδίκων, που διακόπτεται εκ νέου, εφ’ όσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης.
Η διαφορά σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο είναι σαφής. Κατά την προηγούμενη ρύθμιση, με την άσκηση της αγωγής η διακοπείσα παραγραφή, άρχιζε εκ νέου. Αντίθετα με την ρύθμιση του Ν. 4139/2013, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής και αρχίζει και πάλι απ’ την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων, μετά από
----------------------------------------------------------------------------------------------------
* Την εισήγηση αυτή αφιερώνω στη μνήμη της συνεργάτιδός μου Βούλας Π. Δαστερίδου, ενός σπάνιου, μοναδικού και ξεχωριστού ανθρώπου και Δικηγόρου, που έφυγε πρόωρα από κοντά μας.
έξι (6) μήνες απ’ την τελευταία διαδικαστική πράξη των ίδιων ή του Δικαστηρίου.
Όπως είναι προφανές, με τις ανωτέρω τροποποιήσεις και, κυρίως, με την ρύθμιση της νέας παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., ο Νομοθέτης επιχειρεί, να επιλύσει, εκ των ενόντων, το πρόβλημα, το οποίο έχει δημιουργηθεί στα μεγάλα, ως επί το πλείστον, Πρωτοδικεία της Χώρας, με τις βραχυχρόνιες παραγραφές, που συμπληρώνονταν μεταξύ της ασκήσεως της αγωγής και της συζητήσεώς της, όταν αυτή (λόγω των γνωστών προβλημάτων υλικοτεχνικής υποδομής και στελέχωσης) προσδιορίζεται σε απώτερο χρόνο, που υπερκαλύπτει τον χρόνο της παραγραφής.
Με δεδομένη, όμως, την προχειρότητα και την ανορθόδοξη νοοτροπία επιφανειακής επίλυσης τέτοιου είδους προβλημάτων, που χαρακτηρίζει ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, η πιο πάνω ρύθμιση, αντί να δώσει άμεση και σαφή απάντηση στο πρόβλημα, που υποτίθεται ότι ήθελε να επιλύσει, δημιούργησε, εκ των πραγμάτων, μια άνευ προηγουμένου σύγχυση, σχετικά με την βούληση του Νομοθέτη, ειδικά ως προς την έννοια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 261 Α.Κ. και, ως συνήθως, παρήγαγε πληθώρα ερμηνευτικών ζητημάτων, τα οποία καλείται, για μια ακόμη φορά, να επιλύσει η Νομολογία των Αστικών Δικαστηρίων και η Επιστήμη του Δικαίου.
Εξυπακούεται, ότι είναι αντικειμενικά ανέφικτο στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσης εισήγησης να αναπτυχθούν εκτενώς και να αναλυθούν πλήρως τα ερμηνευτικά αυτά προβλήματα, που αφορούν κυρίως την παράγραφο 2 του άρθρου 261 Α.Κ.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική, ως προς το ζήτημα αυτό, είναι η, από κάθε άποψη, εξαιρετική, εύστοχη και τεκμηριωμένα θεμελιωμένη μελέτη της Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δήμητρας Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, με θέμα «Η νέα ρύθμιση για την διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής. Μια πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων» (ΕΠΟΛΔ 2013, σελ. 441), στην οποία παραπέμπουμε για εκτενέστερη ενημέρωση.
Στα πλαίσια της εισήγησης αυτής θα περιορισθούμε σε μια συνοπτική αναφορά των δεδομένων της νέας ρύθμισης και σε μια σχηματική καταγραφή του, σύμφωνα με την, κατά την άποψή μας, αληθή βούληση του Νομοθέτη, ορθού τρόπου εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Προεισαγωγικά επισημαίνεται, ότι η πρώτη παράγραφος του νέου άρθρου 261 Α.Κ. δεν επέφερε καμμία αλλαγή στο προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την ρύθμιση της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, που αποτελεί επίσης αντικείμενο της εισήγησής μας αυτής.
Το ίδιο ισχύει και για την ρύθμιση του άρθρου 268 Α.Κ., στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, η οποία δεν επηρεάστηκε σε κανένα απολύτως σημείο της από το άρθρο 261 Α.Κ.
Υπό τα συγκεκριμένα αυτά δεδομένα, με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί μια, όσο το δυνατόν, σύντομη περιπτωσιολογική αναφορά στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 261 ΑΚ και στις έννομες συνέπειες των προβλεπόμενων απ’ αυτήν ρυθμίσεων(άσκηση – έννοια αγωγής, προϋποθέσεις διακοπής της παραγραφής και έκταση αυτής, έννοια της διαδικαστικής πράξης κ.ο.κ.).
Ιδιαίτερη, όμως, σημασία και βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο ειδικώτερο και άμεσα συνυφασμένο με το ουσιαστικό αντικείμενο του παρόντος Συνεδρίου ζήτημα της επιμήκυνσης του χρόνου της παραγραφής στις περιπτώσεις βλάβης σώματος ή υγείας συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, των λεγομένων, δηλαδή, «ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ».
Β.- ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261 Α.Κ.
Πηγή:
Γιάννη Μ. Κοτζαμανίδη, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω *
Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.
Οπως είναι γνωστό, η παραγραφή εν επιδικία, κατά την πάγια και ομόφωνη άποψη της Θεωρίας και της Νομολογίας, συνιστά ειδικά ρυθμιζόμενη περίπτωση της παραγραφής, ως θεσμού του ουσιαστικού δικαίου, που συμπλέκεται και ρυθμίζεται σε ορισμένα σημεία του και από το δικονομικό δίκαιο.
Η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση της παραγραφής του δικαιώματος εκδηλώνεται, όταν η αξίωση γίνει επίδικη με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και οι διάδικοι αδρανούν ως προς την επίσπευση της δίκης.
Το ζήτημα, το οποίο πρόσφατα έχει ανακύψει, ανάγεται στο τι ακριβώς ισχύει, πλέον, και σε ποιο βαθμό έχουν επηρρεαστεί τα μέχρι τούδε γνωστά δεδομένα της παραγραφής εν επιδικία, μετά τις τροποποιητικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις του Ν. 4139/2013 και, ειδικώτερα, του άρθρου 261 ΑΚ.
Η διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής δεν έχει πλέον, όπως μέχρι πρόσφατα συνέβαινε, περιορισμένη διάρκεια, αλλά διαρκεί μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης (άρθρ. 261 παρ. 1 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013), υπό την επιφύλαξη πάντοτε της παρ. 2 του ίδιου (τροποποιημένου) άρθρου, που ρυθμίζει τα της δικονομικής αδρανείας των διαδίκων και προβλέπει επανέναρξη της παραγραφής μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου και των διαδίκων, που διακόπτεται εκ νέου, εφ’ όσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης.
Η διαφορά σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο είναι σαφής. Κατά την προηγούμενη ρύθμιση, με την άσκηση της αγωγής η διακοπείσα παραγραφή, άρχιζε εκ νέου. Αντίθετα με την ρύθμιση του Ν. 4139/2013, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής και αρχίζει και πάλι απ’ την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων, μετά από
----------------------------------------------------------------------------------------------------
* Την εισήγηση αυτή αφιερώνω στη μνήμη της συνεργάτιδός μου Βούλας Π. Δαστερίδου, ενός σπάνιου, μοναδικού και ξεχωριστού ανθρώπου και Δικηγόρου, που έφυγε πρόωρα από κοντά μας.
έξι (6) μήνες απ’ την τελευταία διαδικαστική πράξη των ίδιων ή του Δικαστηρίου.
Όπως είναι προφανές, με τις ανωτέρω τροποποιήσεις και, κυρίως, με την ρύθμιση της νέας παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., ο Νομοθέτης επιχειρεί, να επιλύσει, εκ των ενόντων, το πρόβλημα, το οποίο έχει δημιουργηθεί στα μεγάλα, ως επί το πλείστον, Πρωτοδικεία της Χώρας, με τις βραχυχρόνιες παραγραφές, που συμπληρώνονταν μεταξύ της ασκήσεως της αγωγής και της συζητήσεώς της, όταν αυτή (λόγω των γνωστών προβλημάτων υλικοτεχνικής υποδομής και στελέχωσης) προσδιορίζεται σε απώτερο χρόνο, που υπερκαλύπτει τον χρόνο της παραγραφής.
Με δεδομένη, όμως, την προχειρότητα και την ανορθόδοξη νοοτροπία επιφανειακής επίλυσης τέτοιου είδους προβλημάτων, που χαρακτηρίζει ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες, η πιο πάνω ρύθμιση, αντί να δώσει άμεση και σαφή απάντηση στο πρόβλημα, που υποτίθεται ότι ήθελε να επιλύσει, δημιούργησε, εκ των πραγμάτων, μια άνευ προηγουμένου σύγχυση, σχετικά με την βούληση του Νομοθέτη, ειδικά ως προς την έννοια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 261 Α.Κ. και, ως συνήθως, παρήγαγε πληθώρα ερμηνευτικών ζητημάτων, τα οποία καλείται, για μια ακόμη φορά, να επιλύσει η Νομολογία των Αστικών Δικαστηρίων και η Επιστήμη του Δικαίου.
Εξυπακούεται, ότι είναι αντικειμενικά ανέφικτο στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσης εισήγησης να αναπτυχθούν εκτενώς και να αναλυθούν πλήρως τα ερμηνευτικά αυτά προβλήματα, που αφορούν κυρίως την παράγραφο 2 του άρθρου 261 Α.Κ.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική, ως προς το ζήτημα αυτό, είναι η, από κάθε άποψη, εξαιρετική, εύστοχη και τεκμηριωμένα θεμελιωμένη μελέτη της Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δήμητρας Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, με θέμα «Η νέα ρύθμιση για την διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής. Μια πρώτη προσέγγιση των προβλημάτων» (ΕΠΟΛΔ 2013, σελ. 441), στην οποία παραπέμπουμε για εκτενέστερη ενημέρωση.
Στα πλαίσια της εισήγησης αυτής θα περιορισθούμε σε μια συνοπτική αναφορά των δεδομένων της νέας ρύθμισης και σε μια σχηματική καταγραφή του, σύμφωνα με την, κατά την άποψή μας, αληθή βούληση του Νομοθέτη, ορθού τρόπου εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 261 Α.Κ., κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
Προεισαγωγικά επισημαίνεται, ότι η πρώτη παράγραφος του νέου άρθρου 261 Α.Κ. δεν επέφερε καμμία αλλαγή στο προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την ρύθμιση της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, που αποτελεί επίσης αντικείμενο της εισήγησής μας αυτής.
Το ίδιο ισχύει και για την ρύθμιση του άρθρου 268 Α.Κ., στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, η οποία δεν επηρεάστηκε σε κανένα απολύτως σημείο της από το άρθρο 261 Α.Κ.
Υπό τα συγκεκριμένα αυτά δεδομένα, με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί μια, όσο το δυνατόν, σύντομη περιπτωσιολογική αναφορά στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 261 ΑΚ και στις έννομες συνέπειες των προβλεπόμενων απ’ αυτήν ρυθμίσεων(άσκηση – έννοια αγωγής, προϋποθέσεις διακοπής της παραγραφής και έκταση αυτής, έννοια της διαδικαστικής πράξης κ.ο.κ.).
Ιδιαίτερη, όμως, σημασία και βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο ειδικώτερο και άμεσα συνυφασμένο με το ουσιαστικό αντικείμενο του παρόντος Συνεδρίου ζήτημα της επιμήκυνσης του χρόνου της παραγραφής στις περιπτώσεις βλάβης σώματος ή υγείας συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, των λεγομένων, δηλαδή, «ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ».
Β.- ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261 Α.Κ.
...Για να διαβάσετε περισσότερα πατήστε εδώ...
Πηγή:www.esd.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου