Αναδημοσίευση από το βιβλίο του μέλους του συλλόγου μας Γιώργου
«Εγκαταλείπεις Καρακασιάν;» Εκδόσεις ΑΩ, 2019
Όταν έφθασε με το μετρό στο Σύνταγμα, είχαν ανοίξει οι κρουνοί του ουρανού, άκουγε μπουμπουνητά και κεραυνούς και είδε στην κεντρική είσοδο ένα πλήθος να περιμένει να κοπάσει η μπόρα.
Κάποιοι βιαστικοί άνοιγαν τις μαύρες ομπρέλες, ανέβαιναν τις σκάλες, έβγαιναν έξω στη νεροποντή. Του φάνηκαν σαν να εκτελούσαν μια χορογραφία, μιας αρχέγονης παράξενης τελετής.
Από την ώρα που ξύπνησε, κι άκουσε τις Κυριακάτικες χαρμόσυνες καμπάνες, είχε συννεφιάσει μέσα του. Πήρε γρήγορα το πρωϊνό λεωφορείο της γραμμής, ύστερα τον προαστιακό και μετά το μετρό. Ήθελε να είναι στην ώρα του μαζί με όλους και όλες, τους ομοιοπαθείς του Συλλόγου, αυτή τη μέρα μνήμης.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής ένα ήσυχο τραγούδι αντηχούσε στο βαθύ ηχείο μέσα του. Το άκουγε μόνο αυτός. Η κυρά Αστρονομία του.
Είναι η γη ένα άστρο/μες τα τόσα χίλια μύρια
Κι όπως λέει ο μπαμπάς μου/ είναι τ΄ άστρα εκατομμύρια
Μοιάζει με τα παραμύθια/ η κυρά Αστρονομία
Μα το πιο σπουδαίο απ΄όλα/ είναι πού είναι η αλήθεια
Ο μπαμπάς μου λέει κι άλλα/ θα μας μάθει η δασκάλα
Πως η γη είναι σαν μήλο/ και γυρνά γύρω από τον ήλιο1
Το τραγούδι ακούστηκε τρεις τέσσερις φορές μέσα του κι όλα τα κύτταρά του είχαν συνειδητοποιήσει κι είχαν αποδεχθεί πλέον τον σκοπό της Κυριακάτικης πρωινής επίσκεψης στην πρωτεύουσα και μάλιστα στο κέντρο της στο Σύνταγμα. Ήταν καθήκον – είχε ψηφισθεί με απόλυτη πλειοψηφία. Η βροχή που έπεφτε, σε ένα χαλασμό, του άλλαξε τα σχέδια και προχώρησε στο εσωτερικό του πάνω ορόφου του σταθμού, που υπήρχαν προθήκες με αρχαιολογικά ευρήματα να χαζέψει.
Η αρχαιότητα είναι η μεταμόρφωση του παρελθόντος σε αιωνιότητα. Το είχε διατυπώσει ο Ωγκύστ Ροντέν ο διάσημος γλύπτης, του «Σκεπτόμενου» και είχε αφήσει μια βαθιά εγχάραξη μέσα του. Ήταν κάτι σαν θεώρημα της δικής του ζωής. Το είχε αποδείξει, το είχε αντιληφθεί, καλύτερα το είχε αισθανθεί σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, αλλά και μπροστά σε αρχαιολογικά βιβλία, καταλόγους, λευκώματα. Άλλαξε μονομιάς η διάθεσή του, σαν να του χορήγησε ένας καλός γιατρός ένα δυνατό αγχολυτικό. Μέχρι τότε βαρύθυμη, μηδενιστική, έγινε τώρα ανάλαφρη και ελπιδοφόρα. Ήταν σαν τα ψυχαγώγεια στην περιοχή του, τους αγωγούς που έσκαβαν για την εξόρυξη μεταλλεύματος οι αρχαίοι τεχνίτες και δούλοι. Ένα δροσερό αναζωογόνο ρεύμα αέρος έμπαινε και τους έδινε την δυνατότητα να εργάζονται πιο εύκολα. Έτσι κι αυτός ησύχαζε, χαλάρωνε, έβρισκε την δύναμη να χαμογελάσει, να προχωρήσει.
Θυμήθηκε κι έναν άγνωστο στους πολλούς αρχαιολογικό χώρο που αγαπούσε. Το ναό της Δήμητρας και της Κόρης στο Θορικό, χαμένο στα μποστάνια, τα σκίνα, τις ελιές, ένα μικρό ξεροπόταμο, ένα βουστάσιο με γελάδια αρκετά κοντά στη θάλασσα και το αρχαίο θέατρο. Είχε πάει άνοιξη που είχαν ανθίσει όλα, μόνος, κι ένιωσε ένα βαθύ σκίρτημα. Τί ήταν; Εκεί ανακάλυπτες την σιγαλιά (πρόσεξε όχι την σιωπή) του είχε πει ένας φίλος του αρχαιολόγος. Δεν είσαι μόνος σου εκεί. Νομίζεις ότι είσαι.
Προχώρησε τώρα στο μικρό μουσείο του πολύβουου μετρό. Άρχισε να παρατηρεί στις προθήκες, θησαυράρειον (κουμπαράς) 1ου-2ου μ.Χ. αιώνα, αγνάθες (υφαντικά βάρη) από αργαλειό 4ου π.Χ. αιώνα, πήλινο λυχνάρι, οξυπύθμενος αμφορέας για κρασί, μελαμβαφής μόνωτος σκύφος πόσης (αγγείο), φιαλίδια, πινάκια, μυροδοχεία, όλα απλά πράγματα της καθημερινότητας.
Αν ζούσε τότε, σε ένα από τους αρχαίους Δήμους της περιοχής, την Κεφαλή, την Αμφιτροπή, τον Θορικό, τον Δήμο Φρεαρρίων και ερχόταν στο άστυ, θα έκανε ένα ολόκληρο ταξίδι να φτάσει- ίσως και μια μέρα…
Προσπάθησε να φαντασθεί την ζωή, τους αγρούς, τ΄ αμπέλια, τις ελιές, τις ακροθαλασσιές – σταθερές αξίες – την Αγορά, τα θέατρα, τα τροχοφόρα, τα άρματα, τα ζώα, τους δούλους, τις αγάπες, τα μίση, τα παιδιά και τα αρχαία παίγνιά τους.
Κι ύστερα η βροχή σταμάτησε. Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει έξω. Στο κάτω μέρος της πλατείας τους είδε ενώ άρχισε δειλά δειλά να προβάλλει ο ήλιος.
Είχαν αναρτήσει ένα πανό, ήταν 50 με 70 άτομα και γύρω τα ταμπλό με τα πρόσωπα των χαμένων κάθε ηλικίας. Γελαστά κορίτσια, νέοι όλο ζωή, σφριγηλοί έφηβοι, ηλικιωμένοι άνδρες, νοικοκυρές με τα καλά τους, μικρά παιδιά με ποδήλατα, μπάλες, αποκριάτικα ρούχα. Χαιρέτησε με θέρμη. Κάποιοι που τον ήξεραν καλύτερα τον αγκάλιασαν. Είχε έρθει κι ένα συνεργείο ιδιωτικού καναλιού και έπαιρνε συνεντεύξεις που το απέφυγε. «Δυστυχώς η βροχή μας τα χάλασε, δεν θα παίξει η Big Bad, η ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων», είπε ο πρόεδρος. Ο αντιπρόεδρος πιο πέρα μειλίχιος, ήρεμος, του φάνηκε σαν ανεξάντλητη πηγή ανθρώπινης σοφίας. Η ταμίας του καρφίτσωσε ένα αυτοκόλλητο στο σακάκι, μια πεταλούδα, το σήμα του Συλλόγου. Δεν είναι η πεταλούδα του Lorenz, σκέφθηκε, του «φαινομένου της πεταλούδας» που προκαλεί χαοτικά φαινόμενα. Είναι η δική μας, η καταδική μας, που κάθε μια έχει ξεχωριστό όνομα.
Μετά από λίγο ήρθαν τα μπαλόνια και οι μαρκαδόροι. Πήρε το δικό του μπαλόνι και μαζί με την κόρη του, που μόλις είχε έρθει από την συνοικία της Αθήνας, όπου σπούδαζε, έγραψαν το όνομα. Ύστερα προχώρησαν στα σκαλιά της πλατείας, πέρασαν τη λεωφόρο, αφού η κυκλοφορία σταμάτησε για δευτερόλεπτα, και έφθασαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Κάποιοι Γιαπωνέζοι φωτογράφιζαν τους Εύζωνες με τις φουστανέλες (πάντα εκεί υπάρχουν Γιαπωνέζοι και Εύζωνες), διαβάτες όπως πάντα βιαστικοί, οικογένειες με καρότσια βολτάριζαν, ο επικεφαλής της Αστυνομίας έδινε οδηγίες στον κόσμο. Δίπλα του μια μητέρα με την κόρη της είχαν γράψει στο μπαλόνι «Οδυσσέας» και μαζί είχαν σχεδιάσει την τριήρη του πολυμήχανου βασιλιά της Ιθάκης. Τον θυμήθηκε τον Οδυσσέα από το έντυπο του Συλλόγου, ένα 14χρονο όμορφο αγόρι, στην λεωφόρο Λαυρίου, 20 Αυγούστου 2012, 6:10 το απόγευμα, το ποδήλατό του κόπηκε στη μέση. Πιο πέρα ένας ηλικιωμένος σκυφτός άνδρας με γενειάδα κοίταζε τρία μπαλόνια! «Δεν είναι δυνατόν» είπε. Τον πλησίασε, προσπάθησε να τον αγκαλιάσει. Κοίταξε τα μπαλόνια με τα ονόματα «Φίλιππος», «Ιωάννα», «Κατερίνα». «Ήταν παιδιά σου;» του ψέλλισε σχεδόν έντρομος «Μόνο ο Φίλιππος-είπε αυτός-τα δυο κορίτσια ήταν φίλες του. Χάθηκαν μαζί». Μέχρι τότε ήταν ψύχραιμος. Είχε ασκηθεί καιρό στη στωικότητα, την ψυχραιμία. Δεν τα κατάφερνε πάντα. Ένιωσε τώρα τους κρουνούς του ουρανού, τις αστραπές, τους κεραυνούς, να συμπιέζονται μέσα του, όπως αυτή η τεράστια δύναμη στο CERN «Όχι, όχι γαμώτο» είπε και κοίταξε τα τρία μπαλόνια.
«Ετοιμαστείτε», άκουσε ευτυχώς τον πρόεδρο να τους καλεί. Ήταν η ώρα να τα αφήσουν. Πράγματι σε λίγο άρχισαν να ταξιδεύουν προς τα πάνω, με κατεύθυνση τον πατέρα ουρανό. «Καλή αντάμωση-Δεν σας ξεχνάμε» είπε με ραγισμένη φωνή ο πρόεδρος. Ήταν σαν να άκουσε ένα τεράστιο «αχ», που ανέβαινε κι αυτό ψηλά σαν δέηση. Ύστερα άκουσε … «αγάπη μου», «μωράκι μου». Μια γυναίκα είχε αγκαλιά την κόρη της, κάποιοι άλλοι περήφανοι στην θλίψη τους κοίταζαν ψηλά τα μπαλόνια. Μια άλλη γυναίκα ξέσπασε «Δεν υπάρχει τίποτα! Τίποτα! Όλα αυτά τα κάνουμε για εμάς. Παρηγοριά στον άρρωστο». Την έσφιξε ένας άντρας γερά. Κοίταζε το μπαλόνι του με το όνομά της, η αδερφή της είχε απομακρυνθεί, ανέβαινε ψηλά, δίπλα της ο «Οδυσσέας» με την τριήρη του, ο «Φίλιππος», η «Ιωάννα», η «Κατερίνα», όλοι οι άλλοι. Οι εύζωνες τώρα ήταν ακίνητοι, οι Γιαπωνέζοι έβγαζαν selfies, ο κόσμος περνούσε, ο επικεφαλής της αστυνομίας έλεγε κάτι στο κινητό, η μέρα έγινε ηλιόλουστη, η ζωή συνεχιζόταν. Σε λίγο τα μπαλόνια ήταν μικρές κουκίδες στο στερέωμα.
Ήταν 29 Νοεμβρίου 2017, πλατεία Συντάγματος, ημέρα μνήμης για τα θύματα τροχαίων στη χώρα μας, που οργανώνει ο Πανελλήνιος Σύλλογος «SOS Τροχαία Εγκλήματα».
Να τελειώσει όμως έτσι; Σαν ένα κοινό ημερολόγιο; Δεν συμφωνώ, ούτε κι εσείς φαντάζομαι. Ελάτε μαζί μου. Ήσυχα όμως. Μας βλέπουνε…
Τα παράλληλα σύμπαντα υπάρχουν σύμφωνα με μια θεωρία, όπως οι παράλληλες ευθείες στο ίδιο επίπεδο ε1//ε2//ε3…και πάει λέγοντας. Θυμηθείτε το θεώρημα του Θαλή από το Γυμνάσιο. Ήταν SOS θέμα μαζί με τα ίσα τρίγωνα…
Τα παράλληλα σύμπαντα-που λέτε-προκύπτουν από διαφορετικά τυχαία γεγονότα, από διαφορετικές αλληλουχίες. Πώς να το εξηγήσω απλά; Αν δεν είχατε γνωρίσει τη γυναίκα σας, κι είχατε βρει μια άλλη, αν είχατε πετύχει το λαχείο, πώς θα ήταν η ζωή σας. Σε μια διάρκεια αιώνια όλες οι δυνατές τάξεις και διατάξεις μπορούν να συμβούν. Θυμηθείτε το παράδειγμα του πιθήκου-αν το έχετε ακούσει-που χτυπάει τυχαία τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής. Υπάρχει, λένε, η πιθανότητα μια από τις άπειρες φορές να γράψει τυχαία μια τραγωδία του Σαίξπηρ, τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» ας πούμε και όχι μόνο μια φορά. Και ποιος μπορεί να αποδείξει ότι ο χρόνος είναι πεπερασμένος; Τέλος πάντων..
Κοιτάχτε να τος πάλι, μπαίνει στο μετρό, πάει για το κέντρο της Αθήνας. Όμως είναι διαφορετικός, κάτι άλλο τον απασχολεί, κάτι παρακολουθεί. Είναι ένα κορίτσι 18 χρόνων πιο πέρα, χαμογελαστό, όλο ζωή, ανήσυχο. Αυτός μπαίνει δυο βαγόνια πιο πίσω. Όμως το ελέγχει. Το βλέπει. Βγαίνουνε και οι δυο Σύνταγμα. Το ακολουθεί από μακριά, σα ντετέκτιβ, στις κυλιόμενες σκάλες, στο πάνω όροφο. Πάλι βρέχει, πάλι ο κόσμος συνωστίζεται στην είσοδο. Το κορίτσι πάει προς τις προθήκες με τις αρχαιότητες. Τί θέλει εκεί; Τί ζητάει;
Και ξαφνικά ορίστε. Πετάγεται μπρος της ένα νεαρό αγόρι κοντά στα 20. Κρατάει ένα τάμπλετ «Οδυσσέα» ξεφωνίζει εκείνη και τον φιλάει. Ανταποδίδει και αυτός λέγοντας το όνομά της.
«Α ώστε έτσι λοιπόν! Άφησες το διαγώνισμα στο φροντιστήριο και ήρθες Αθήνα να βρεις το αγόρι σου. Α παλιοκόριτσο. Και εμείς πληρώνουμε φροντιστήρια. Να δούμε τι θα γράψεις στο τέλος. Που σε πιάσανε οι έρωτες» μονολογεί. Τους ακολουθεί από κοντά. Δεν τον έχουν καταλάβει. Πάνε σε ένα καφέ στην πλατεία. Παίζει και μια ορχήστρα τζαζ, ο ντράμερ, ένας μοναδικός τζαζμπανίστας3 που τα δίνει όλα κάτι του θυμίζει- έχει σταματήσει η βροχή. Κάθεται σε ένα τραπέζι αρκετά πίσω τους. Δυο κορίτσια κι ένα αγόρι δίπλα του συζητούν. Ακούει τα ονόματά τους Φίλιππος, Ιωάννα, Κατερίνα, τα άκουσε από το διάλογό τους. Ο Φίλιππος μιλάει στο κινητό «Ναι, μην ανησυχείς πατέρα. Το απόγευμα θα έχουμε γυρίσει. Όλα καλά!».
Ο Οδυσσέας και το δικό του κορίτσι είναι πιο μακριά, μιλάνε χαρούμενοι, ευτυχισμένοι. Και ξαφνικά ηλεκτρίζεται. Μια πομπή ανθρώπων ανεβαίνουν τις σκάλες, τους βλέπει, κρατάνε στα χέρια τους περιστέρια. Από μια ισχυρή παρόρμηση τους ακολουθεί. Τα παιδιά στην καφετέρια είναι απασχολημένα με τα δικά τους, οι περισσότεροι θαμώνες αδιαφορούν.
Αυτός βγαίνει και τους ακολουθεί ως τον Άγνωστο Στρατιώτη. Κρατάνε ένα μεγάλο πανό «ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΡΟΧΑΙΩΝ» βλέπει τώρα όλους αυτούς τους αγνώστους, αφήνουν τα περιστέρια στον ουρανό, πάλι αυτό το «αχ» τεράστιο, πελώριο σαν αερόστατο ανεβαίνει κι αυτό. Και τότε καταλαβαίνει. Είναι άλλοι, διαφορετικοί, καμία σχέση με τον «SOS Τροχαία Εγκλήματα». Οι χαμένοι από αυτό τον Σύλλογο ζουν, ζουν-επαναλαμβάνει, και είναι κάπου εδώ τα πέντε παιδιά στην καφετέρια, ο ντράμερ στο συγκρότημα της τζαζ που τον θυμήθηκε! Βρίσκεται κάπου αλλού όπου ζουν. Ζει, ζει, ζει-φωνάζει, τον κοιτάνε περίεργα «Ας πάρει μέσο όρο 0,4 στις Πανελλήνιες, φτάνει που ζει. Που υπάρχει. Η τελευταία των τελευταίων. Ε και; Ας πάρει και 0,004 και με άπειρα δεκαδικά ψηφία μετά το μηδέν. Γίνεται;»
Είναι τρελός από χαρά. Ζει σε δυο παράλληλα σύμπαντα, την ίδια ημέρα. Έχει επίγνωση. Σκέφτεται τον κουρέα στο παράδοξo του Russel. Υπάρχει το σύνολο των ανδρών που ξυρίζονται από τον κουρέα, και το σύνολο των ανδρών που ξυρίζονται μόνοι τους. Ο κουρέας πού μπαίνει; Πουθενά. Γιατί τον ξυρίζει ο κουρέας, αλλά συγχρόνως τον ξυρίζει και ο εαυτός του. Σαν κι αυτόν νοιώθει. Πουθενά δεν ανήκει. Μα τί λέει; Γίνεται; Μπορεί να ανήκει και στα δυο σύνολα, στα δυο σύμπαντα και να καταλαβαίνει, να κατανοεί. Αυτό που θα συγκροτήσει και θα κάνει ισχυρή τη μνήμη κάποιου που χάσατε, είναι ότι τον έχετε κατανοήσει και έχετε συλλάβει ξαφνικά κάτι δικό του που ποτέ άλλοτε δεν είχατε αντιληφθεί.
Άλλωστε, γιατί δεν μπορεί να ζει και στα δυο; Ισχυρή θέληση χρειάζεται αυτό που προτρέπει τους μαθητές του, και άρνηση των δεσμών του καθιερωμένου της ανθρώπινης εποπτείας, αυτής της φτωχούλας.. Τώρα κατεβαίνει τις σκάλες. Φεύγει μόνος. Είναι άραγε στο πρώτο παράλληλο σύμπαν, ας το πούμε Ε1 (κεφαλαίο παρακαλώ), ή στο δεύτερο Ε2;
Κανείς δεν ξέρει. Δεν κοιτάει στην καφετέρια. Ας τους εκεί ελεύθερους, να κάνουν ό,τι θέλουν.
Αυτοί ξέρουν. Προχωράει προς την Σταδίου.
Και μέσα του ένα άλλο αγαπημένο τραγούδι αρχίζει ανεξέλεγκτο, με ένταση. Το ακούει μόνο αυτός, σαν να έχει ακουστικά στα αυτιά, όπως τα νεαρά παιδιά στο δρόμο.
[…] θα σου πάρω λουλούδια και θα βγούμε μαζί ραντεβού.
Θα σου γράφω τραγούδια και εσύ θα χορεύεις και θα γελάς.
Θα αρχίσεις να πίνεις τσιγάρα, κρυφά από τον μπαμπά.
Την σχολή σου θα αφήνεις για μπάνιο και για σινεμά.[…] θα σ΄ αγκαλιάσω και θα σ΄ αγαπώ
θα σε φιλήσω γλυκά στο λαιμό
θα κοιτάμε τ΄ αστέρια που πέφτουν στη γη
και ξαφνικά θα σε χάσω θα πετάξεις κι εσύ
Απ΄ την ουρά ενός κομήτη θα πιαστείς
Στα παραμύθια πάντα θα ζεις
Στα παραμύθια πάντα θα ζεις.4
Σημειώσεις:
- Τραγούδι «Η γη μας» Μουσική Μάνος Λοϊζος, Στίχοι Γιάννης Νεγρεπόντης.
- Από συνέντευξη του συγγραφέα Andrew Grumey για το βιβλίο του «Μόμπιους Ντικ» (μετάφραση Τεύκρος Μιχαηλίδης Εκδ. Πόλις) στην Πόπη Μασουράκη, Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπία, τεύχος 430.
- Αναφορά στον τζαζμπανίστα Κώστα Κουβίδη (1976-2007) θύμα τροχαίου. Βλέπε και το βιβλίο «Άνεμος ήσουν και σαν άνεμος έφυγες» (εκδ. Αλεξάνδρεια 2017)
- Τραγούδι «Ματίνα» (απόσπασμα) Μουσική-στίχοι Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου