Στις 8 Ιουλίου ολοκληρώθηκε η συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων στη βουλή και η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης. Από την συζήτηση απουσίασε ολοκληρωτικά κάθε αναφορά στο ζήτημα των πολιτικών οδικής ασφάλειας που πρέπει (;) να ακολουθήσει η χώρα. Η απουσία ήταν αναμενόμενη, όχι μόνο γιατί καμιά συζήτηση πάνω στο θέμα δεν προκλήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά στη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου και των διπλών εκλογών αλλά γιατί όπως έχουμε επανειλημμένα σημειώσει ένας αριθμός 700 νεκρών από τροχαίους τραυματισμούς και ο αντίστοιχος αριθμός αναπήρων είναι κάτι αποδεκτό από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων αλλά και της κοινωνίας.
Ο μονόδρομος της ανάπτυξης και του πολιτισμού της μηχανοκίνησης εμπεριέχει ως παράπλευρη απώλεια το θάνατο και την αναπηρία. Στην κοινωνία του τζόγου, της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας υπάρχουν τυχεροί και άτυχοι. Τα θύματα των τροχαίων συγκρούσεων και οι οικογένειες τους εντάσσονται στην τελευταία κατηγορία. Είναι απλά οι άτυχοι. Μια και στην Ελλάδα το τροχαίο πάντα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ατύχημα σε αντίθεση με την σταθερή προσήλωση της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας και όλων των μεγάλων κοινωνικών φορέων και οργανισμών και πλήθους κυβερνήσεων που υποστηρίζουν τεκμηριωμένα πως οι τροχαίες συγκρούσεις είναι προβλέψιμες και συνεπώς το τροχαίο τραύμα μπορεί να προληφθεί.
Η μελέτη των στοιχείων που ανακοίνωσε στις 20 Ιουνίου 2023 το ETSC (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την Ασφάλεια των Μεταφορών) δυστυχώς επιβεβαιώνει την απαισιοδοξία όσων ασχολούνται στα σοβαρά, και όχι για εμπορικούς λόγους, με το θέμα της οδικής ασφάλειας στην Ελλάδα.
Παρατηρώντας την εξέλιξη τα τελευταία 20 χρόνια, βλέπουμε πως η Ελλάδα παραμένει σταθερά στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών με τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων από τροχαίους τραυματισμούς. Αν και ακολουθεί την συνολική πτωτική τάση που παρατηρείται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η θέση στον κατάλογο των χωρών δεν αλλάζει. Πολλοί έχουν αναφερθεί στις συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, όπως και στην ολοκλήρωση μέρους των αυτοκινητοδρόμων σαν τους κύριους λόγους που προκάλεσαν μια ύφεση στον αριθμό των συγκρούσεων. Προφανώς και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά πως όλα αυτά τα χρόνια ακολουθήθηκε μια συστηματική πολιτική οδικής ασφάλειας στη χώρα μας που οδήγησε σε αποτελέσματα. Αν αυτή υπήρχε θα είχε οδηγήσει και σε μια αλλαγή της θέσης της χώρας μας στη λίστα του θανάτου και ο αριθμός των νεκρών δεν θα είχε σταθεροποιηθεί στους 700 αλλά θα κατέβαινε πολύ χαμηλότερα, ανάλογα με το ποια πολιτική θα είχε υιοθετηθεί.
Κοιτάζοντας λοιπόν τους χάρτες του 2022, του 2012 και του 2002 βλέπουμε πως η Ελλάδα μαζί με μια μικρή ομάδα χωρών (κυρίως Βαλκανικών) παραμένει σταθερά στο κόκκινο. Όταν το 2002 ο «μέσος όρος» νεκρών από τροχαία στην ΕΕ των 27 έφτανε τους 109 ανά εκατομμύριο κατοίκων στην Ελλάδα είχαμε 149, δέκα χρόνια μετά το 2012, στην ΕΕ είχαμε 54 νεκρούς στην Ελλάδα φτάναμε τους 91, ενώ το 2022 με 46 νεκρούς στην ΕΕ εμείς είχαμε 61.
Αν φυσικά η σύγκριση δεν γίνονταν με τον «μέσο όρο» αλλά με τις χώρες που έκαναν πραγματικές προόδους μειώνοντας δραστικά των αριθμό των θυμάτων η «ελληνική ιδιαιτερότητα» θα αποκαλύπτονταν πολύ πιο δραματική και εξωφρενική.
Λέμε ξανά πως τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε ουσιαστικά πτωτική τάση στα θύματα τροχαίων στην Ελλάδα. Συγκρίσεις με 20 και 30 χρόνια πριν μπορεί να ικανοποιούν στατιστικολόγους και να διευκολύνουν πολιτικούς να παρουσιάζουν μια πλασματικά αισιόδοξη εικόνα, ωστόσο δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια: ότι έχουμε μπροστά μας ένα νέο ανοδικό κύμα στον αριθμό των θυμάτων στη χώρα μας.
Τα τροχαία εγκλήματα είναι ζήτημα πολιτικό. Και η σιωπή των πολιτικών δεν οφείλεται ούτε σε αμηχανία, ούτε στο ότι δεν έχουν αντιληφθεί το πρόβλημα: είναι συνενοχή.
Είναι προφανές πως βρισκόμαστε πολύ μακριά από μια αντίληψη, ζωντανή σε τόσες χώρες, προσανατολισμού σε Μηδενικές Απώλειες.
Εδώ 700 νεκροί κάθε χρόνο είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός.
Αρκεί βέβαια μέσα σ αυτούς να μην είναι το παιδί σου, ο/η σύντροφός σου, ο αδερφός ή ο γονιός, ο φίλος σου.
Η ελληνική κοινωνία αντί του προστάγματος της οδικής ασφάλειας και της βιώσιμης κινητικότητας, του οράματος Μηδέν, επέλεξε ακόμα μια φορά να ζήσει για μια ακόμα περίοδο την αυταπάτη του «εγώ ελπίζω να τη βολέψω».
Ας μη μιλάμε λοιπόν για το θέμα. Πιθανόν και κάθε σχετική συζήτηση να προκαλεί γουρσουζιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου