Οι βαλίτσες αστράφτουν απόκοσμα στο σούρουπο του Δεκέμβρη
μέσα στον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο της πόλης .
Δίπλα λουλούδια, κεριά που τρεμοσβήνουν.
Η κεντρική αρτηρία, θάλασσα από δάκρυα, το πλήθος…
« Κάτι παράξενα ιερό πρέπει να υπάρχει στο αλάτι –
λέει ο ποιητής *-
γι αυτό είναι αλμυρά τα δάκρυα και η θάλασσα »
Κοιτάζω τις βαλίτσες, κάτι θέλουν να πούν
ονειρεύονται να έρθουν οι κάτοχοί τους, τα αγόρια, τα κορίτσια
να τις ανοιγοκλείνουν πάλι, να βγάζουν, να βάζουν ρούχα, βιβλία
καλλυντικά, ένα κασκόλ, ένα τάμπλετ, έναν αφρό ξυρίσματος
θέλουν ζωή οι βαλίτσες, δεν αντέχουν τη μοναξιά.
Να καιγόμασταν τα άψυχα, όχι εκείνοι, ψιθυρίζει μία
Μία άλλη μαύρη παραπέρα θέλει να γίνει εκρηκτικός μηχανισμός
να σκάσει εκεί στους αίτιους, στους υποκριτές
να αποδώσει δικαιοσύνη
Θέλω να τη χαϊδέψω, να την ησυχάσω…
Δεν είμαστε μουσειακό είδος, τους θέλουμε πίσω – κραυγάζουν
και ύστερα σιωπούν στο προσκλητήριο των ονομάτων,
που ακούγεται από την εξέδρα πάνω τους, στη βουβή πλατεία.
Λέω να μην φύγω από εδώ απόψε, να μην πάω σινεμά,
να χάσω το τελευταίο λεωφορείο, να μείνω μαζί τους,
εδώ, στο σημείο μηδέν αυτής της χώρας
Στην πλατεία Συντάγματος
Γιατί θέλω να προσπαθήσω να γράψω ένα ποίημα
για αυτές τις βαλίτσες
των ανθρώπων που χάθηκαν στο τρένο στα Τέμπη.
(και δεν μπορώ γαμώτο…)
12 Δεκεμβρίου 2023
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΑΤΡΟΥ
*στίχος του Χαλίλ Γκιμπράν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου