Τι είναι η Ε.Υ.ΘΥ.Τ.Α.


Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ- ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Εταιρεία Υποστήριξης Θυμάτων Τροχαίων Ατυχημάτων είναι ένας Μη Κερδοσκοπικός, Μη Κυβερνητικός Οργανισμός, στο χώρο της Οδικής Ασφάλειας.
Στη Ρόδο λειτουργεί από τον Ιούνιο 2004 , πρωτοβουλία της Προέδρου Καρύδη Ελένης, θύμα τροχαίου ατυχήματος, μετά από τον χαμό του γιου της Δημήτρη 19 χρόνων στις 12 Φεβρουαρίου 2002, πλαισιωμένη από επιστήμονες, θύματα, συγγενείς τροχαίων δυστυχημάτων και ευαισθητοποιημένα άτομα στο θέμα της Οδικής Ασφάλειας.
Είναι μέλος:

-Της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Θυμάτων Τροχαίων Ατυχημάτων-FEVR (Σύμβουλος του Ο.Η.Ε και του Π.Ο.Υ)
-Υποστηρικτής της Παγκόσμιας Οργάνωσης « MAKE ROADS SAFE »
-Το 2008 υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Χάρτα Οδικής Ασφάλειας, για λιγότερα θύματα με την υποστήριξη της Ε.Ε.
-Αρωγό μέλος του Ε.Δ.Ι.ΠΑ.Β (Εθνικό Δίκτυο Πρόληψης Ατυχημάτων , συμπεριλαμβανομένων των τροχαίων)
-Μέλος της Διακομματικής Επιτροπής Δήμου Ρόδου
-Ιδρυτικό μέλος του Πανελλαδικού Συλλόγου
"SOS ΤΡΟΧΑΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ"
-Υποστηρίζει την Δεκαετία Δράσης 2011-2020 για την Οδική Ασφάλεια
-Συνεργάζεται με φορείς του Δημόσιου του Ιδιωτικού τομέα, με Παγκόσμιους & Ευρωπαϊκούς Φορείς και Οργανισμούς.

Ποιοι είναι οι σκοποί :

+Η υποστήριξη των θυμάτων των Τροχαίων Ατυχημάτων από ομάδα συμβούλων ( νομικών, ιατρών, ειδικών εμπειρογνωμόνων, συγκοινωνιολόγων, μηχανολόγων, εκπαιδευτικών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών ).

+Η ανάπτυξη αλληλεγγύης μεταξύ των θυμάτων των Τροχαίων Ατυχημάτων( ηθική υποστήριξη ).

+Η οργανωμένη παρέμβαση και η κοινωνική πίεση προς τους φορείς της πολιτείας, για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας και την μείωση των τροχαίων ατυχημάτων.

+Η υποστήριξη η ανάληψη και προώθηση δραστηριοτήτων σε θέματα τα οποία προάγουν την οδική ασφάλεια, την κυκλοφοριακή αγωγή, την έρευνα, την ενημέρωση , την ευαισθητοποίηση των πολιτών των ιδιαίτερα ευάλωτων ηλικιών (μαθητών, ηλικιωμένων).

Ποιο είναι το Δυναμικό της:

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, διαθέτει ένα τεχνοκρατικό πυρήνα από επιστήμονες- μέλη διαφόρων κλάδων ( Υγειονομικούς, Νομικούς, Εκπαιδευτικούς, Μηχανολόγους- Μηχανικούς, Πραγματογνώμονες, Συγκοινωνιολόγους, Οικονομολόγους, Αναλυτές Η/Υ, Ψυχολόγους, Κοινωνικούς Λειτουργούς).

Το δυναμικό της ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, ανταποκρίνεται απόλυτα στις υψηλές απαιτήσεις σοβαρών ερευνητικών προγραμμάτων, με θέμα την Οδική Ασφάλεια, την πρόσληψη και την μείωση των Τροχαίων Ατυχημάτων.

Διαθέτει επίσης ένα αξιόλογο επιτελείο έμπειρων επιστημόνων, που της επέτρεψε ως τώρα να πραγματοποιήσει πολλαπλές εκπαιδευτικές- ενημερωτικές δράσεις με στόχο τη βελτίωση της Οδικής Συμπεριφοράς.

Ποιες είναι οι Δραστηριότητές της:

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, συμβάλλει δραστικά στην ενημέρωση των πολιτών για την Οδική Ασφάλεια, την πρόληψη και την μείωση των τροχαίων ατυχημάτων και παρέχει σε μόνιμη βάση Νομική, Ιατρική, Ψυχολογική και Κοινωνική Υποστήριξη σε θύματα και συγγενείς θυμάτων Τροχαίων Ατυχημάτων όταν αυτή ζητηθεί.

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, έχει διοργανώσει εκδηλώσεις ( Ημερίδες, Έκθεση φωτογραφίας , Δράσεις σε ανοικτούς χώρους, Διδασκαλία σε Σχολεία Α/ας και Β/ας Εκπαίδευσης, Σεμινάρια σε κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, Ενημερωτικές ομιλίες σε Δήμους της Ρόδου) στο πλαίσιο της ενημέρωσης των πολιτών σε θέματα που προάγουν την Οδική Ασφάλεια και έχει κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις στους φορείς σε θέματα Οδικής Ασφάλειας.

Έχει εκδώσει ενημερωτικά έντυπα με έγκυρη επιστημονική πληροφόρηση σε θέματα Οδικής Ασφάλειας.

Η ΕΥΘΥΤΑ ΡΟΔΟΥ, πιστεύει ότι για την επίτευξη αποτελεσμάτων χρειάζεται δραστηριοποίηση από τους πολίτες, υποστήριξη από τον κρατικό μηχανισμό και αλλαγή της αρνητικής νοοτροπίας στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να απαλλαγούμε από την ιδιότητα της Ευρωπαϊκής χώρας με μεγάλο αριθμό Θυμάτων Τροχαίων δυστυχημάτων και με επικίνδυνους δρόμους για ασφαλή οδήγηση.

http://www.efhtita.gr















30 Σεπ 2011

ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Η ΓΕΝΙΑ

16 Αυγούστου ο 20χρονος Σπύρος Μπουκάάς, οδηγώντας τη μηχανή του στην Αθηνών Κορίνθου ήταν το θύμα μιας καραμπόλας αυτοκινήτων.
Διαβάστε το κείμενο του πατέρα του ποιητή δημοσιογράφο Παντελή Μπουκάλα που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25/9/2011

Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. Ακόμα και η ίδια η πράξη της σκέψης τούς μοιάζει τότε απαράδεκτη, γιατί, έστω κι αν έχουν πειστεί από το πολύ φαρμάκι να αντιστρέψουν τον Σεφέρη και να πουν πως «είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», κρίνουν απαράδεκτο τον ίδιο τον πόνο που τους τσάκισε· δεν τον υπολογίζουν σαν όλους τους υπόλοιπους, τους «συνήθεις», που, ακολουθώντας ακόμα κι αθέλητά τους μια μυριόχρονη επιβιωτική πρακτική τόσο καλά αφομοιωμένη που να μην είναι καν αισθητή η ύπαρξή της, τους χρησιμοποιούν για ν’ αντέξουν, για να ενισχύσουν το φρόνημά τους, ίσως και για να μεταπλάσουν σε κάποιας μορφής τέχνη τον σπαραγμό τους. Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά, μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια…

Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό του βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι – και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»: εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπoς διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, «Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…», είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: «Χριστέ, και να ‘τον παρεμπρός, και να ‘τον παραπίσω». Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι», απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί. Ναι. Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου· εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτει εντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου.

Μ’ αυτό το «εκεί», με τη μοίρα των βροτών ανθρώπων, πολέμησαν αμέτρητοι ποιητές και στοχαστές. Και έφτασαν στην κορυφή της σκέψης τους ακριβώς όταν συλλάβισαν απλά το αυτονόητο, το δεδομένο, όταν έδωσαν μορφή στο ασφυκτικό κοινό αίσθημα. Αυτό συνέβη από τον Ομηρο και το «γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά» της «Ιλιάδας» του («οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών»), στον Αισχύλο και το «μα ποιος, εξόν θεός, όλο το βίο του τον γεύτηκε απίκραντο;» του «Αγαμέμνονά» του («τις δε πλην θεών άπαντ’ απήμων τον δι’ αιώνος χρόνον;»), ώς τον Οδυσσέα Ελύτη και το συμπέρασμά του, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», πως «η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ’ επανάληψη εν ζωή. Αλλά, για το δικό μου μυαλό, κι όχι μονάχα στην ταραχή του πάνω, η ποίηση που φανέρωσε και ιστόρησε το «εκεί» έτσι όπως είναι, όπως πρέπει να είναι, γυμνό και φαρμακωμένο, δίχως την παραμυθητική προσδοκία της ανάβασης από τη Κατωγή ή της ανάστασης, είναι η ποίηση των ανωνύμων, η συλλογική, εκείνη όπου κάθε στιχάκι, κάθε λεξούλα, κάθε τσάκισμα ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε, τονίστηκε και ξανατονίστηκε, οξύνθηκε και ξαναοξύνθηκε από τον πόνο αναρίθμητων ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά σακατεμένοι και από ξόδι σε ξόδι, από μοιρολόι σε μοιρολόι, φύτεψαν πέτρες στο χώμα για να ‘χουμε ν’ ακουμπάμε οι επόμενοι, να μην κλαδευτούμε.

Να μια τέτοια πέτρα, γερό αγκωνάρι, με ρίζες οχτώ να το στεριώνουν στο χώμα, όσες και οι στίχοι του, ένα ποίημα που αμέτρητοι άνθρωποι μπορούν δίκαια να πιστέψουν πως πλάστηκε γι’ αυτούς ειδικά: «Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, κάμποσα χρόνια κι άλλο, / όπως βαστούνε τα ραχιά την βαρυχειμωνίαν, / όπως βαστάζ’νε τα δεντρά την παραγρανεμίαν, / όπως βαστάζ’ η θάλασσα τη κοσμί’ τα καράβια, / όπως βαστάζ’ ο ουρανόν εκείνα όλα τ’ άστρια, / όπως βαστάζ’ το σίδερον την βαρυτσακουτσέαν, / όπως βαστάζ’ το χάλκωμαν σ’ ση καζαντζή τα χέρια. / Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, αν θελτς και αν ‘κί θέλεις». Για δημοτικό τραγούδι του Πόντου πρόκειται, που το εξέδωσε το 1960, μαζί με πολλά άλλα, ο Πάνος Λαμψίδης, ο οποίος και το απέδωσε ως εξής στη νεοελληνική: «Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε κάμποσα χρόνια κι άλλο, / καθώς βαστάζουν τα βουνά τους πιο βαριούς χειμώνες, / καθώς βαστάζουν τα δεντρά τον δυνατόν αγέρα, / καθώς βαστάει η θάλασσα του κόσμου τα καράβια, / καθώς βαστάει ο ουρανός όλα τ’ αστέρια εκείνα, / καθώς βαστά το σίδερο βαριού σφυριού τον χτύπο, / καθώς βαστά το χάλκωμα στου σιδερά τα χέρια. / Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε, αν θέλεις κι αν δεν θέλεις».

Από τον γύρω του κόσμο, τον ψηλαφητό, δανείζεται εικόνες αντοχής ο φυσικός άνθρωπος, για να παραδειγματιστεί και, με την προς εαυτόν εντολή, με αυτό το τετράκις επαναλαμβανόμενο «βάσταξον», να μοιραστεί την υποχρέωση της υπομονής με όλους τους υπόλοιπους, συγγενείς, φίλους, συντοπίτες, συμπολεμιστές σε έναν σκληρό αγώνα που το δεδομένο τέλος του δεν του μειώνει την αξία· για μια σκυτάλη καρτερίας πρόκειται που την παραλαμβάνεις για να την παραδώσεις άθικτη. Με το σίδερο και με τον χαλκό παραλληλίζεται εδώ η καρδιά του ανθρώπου, που τη σφυροκοπούν δίχως σταματημό οι απώλειες, τα πένθη εκείνα που κανένα επίθετο δεν είναι αντάξιό τους, κι αν χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε τα αδικείς και τα προσβάλλεις. Κι αυτή η καρδιά πρέπει ν’ αντέξει. Θέλει δεν θέλει. Ν’ αντέξει σαν αντίψυχο για την άλλη που σώπασε.

Εγραψα όσα έγραψα για να πω και με αυτόν τον τρόπο, και από εδώ, ολόψυχο το ευχαριστώ μου σε όσους είχαν την καλοσύνη να στείλουν σε μένα και στους δικούς μου ζεστό αυτό το πολύτιμο «βάσταξον», με έναν από τους τόσους τρόπους της γραφής, το δημοσιογράφημα, το τηλεγράφημα, το γράμμα, το μήνυμα στο κινητό, στον υπολογιστή, στο Διαδίκτυο, τη φωνή, αυτήν την αμεσότερη γραφή. Ας μετρηθεί παρακαλώ το ευχαριστώ μας όσο θερμό το «βάσταξόν» τους.
www.soste.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: