Vincent Van Gogh, Sorrow
Ενα σοβαρό διήγημα καθισμένο στο παγκάκι μιας πολυσύχναστης πλατείας έψαχνε το θέμα του. Κοίταζε μ’ ενδιαφέρον γύρω του, κάνοντας όμως και λίγο το τυφλό, λίγο το κουφό, λίγο το αδιάφορο. Εφόσον καμιά διάθεση δεν είχε, μέρες που είναι, να μπλεχτεί με δράματα, μελαγχολίες, καταθλίψεις. Μετανάστες, αστέγους, πρόσφυγες, ανέργους και τα σχετικά. Κάτι το εορταστικό ήθελε μόνο, το συγκινητικό, το ανάλαφρο.
Σηκώθηκε και πήρε τους δρόμους. Ωρες πήγαινε. Ακουσε απρόσμενα κλάματα παιδικά που έρχονταν από μακριά -πόσο μακριά δεν μπορούσε να καταλάβει, ίσως και από μέσα του να έρχονταν, αυτό όμως ήθελε να πιστεύει πως έρχονταν από πολύ μακριά. Για τον παππού ή τη γιαγιά, αναγνώστη μου, να σου μιλήσω; Ή μήπως για τον πατέρα και τη μητέρα; τα μυστικά, τα μουλωχτά, τις νοστιμιές, τα βασανάκια; Αυτό μου έλειπε, μουρμούρισε ενοχλημένο, κι απέρριψε αμέσως την ιδέα. Στάθηκε στη γωνία αναποφάσιστο, τόση ακαταστασία μέσα του, τόση βουή δεν την περίμενε.
Αίφνης ακούστηκε μια μηχανή να πλησιάζει. Δεν μπορούσε απ’ τη θέση του να δει καθαρά το πρόσωπο του αναβάτη. Ως διήγημα όμως σοβαρό και παρατηρητικό που ήταν, εφόσον φαινόταν ο αναβάτης να έχει σφριγηλούς μηρούς, θα ήταν οπωσδήποτε νέος. Γιατί όχι και ωραίος; διήγημα είμαι, πρόσθεσε το σοβαρό διήγημα, όλα μπορώ να τα υποθέτω, όλα να τα κανοναρχώ. Κι αυτός, λοιπόν, ο νέος και ωραίος αναβάτης, το χάρμα της ασφάλτου, βλέπει μπροστά του μία γάτα ανέμελη, ή και αυτάρεσκα κουφή, να διασχίζει τον δρομίσκο. Ακαριαία σταμάτησε, λες και από χρόνια την περίμενε εκεί να φανεί. Μαγεμένος την ακολουθούσε με το βλέμμα. Στην απέναντι γωνία το σοβαρό διήγημα μαγεμένο κι αυτό. Γκριζόασπρη, καλλίγραμμη, απ’ αυτές τις πολύ συνηθισμένες, τις πρασινομάτες, τις στιλπνές, με την ουρά ψηλά. Ο νέος ίσως και να μην το γνώριζε, το διήγημα όμως όχι μόνο το γνώριζε αλλά και το είχε μελετήσει: Γάτα με την ουρά ψηλά σημαίνει γάτα με αυτοπεποίθηση. Γάτα με κύρος.
Κι όταν πια είχε διασχίσει τον δρομίσκο η γάτα, ξεκίνησε ο νέος και ωραίος για τον προορισμό του ευχαριστημένος που είχε κάνει μια καλή πράξη. Οπότε τι βλέπω; τι ακούω, άρχισε χωρίς ήχο να ουρλιάζει το διήγημα. Λίγα μέτρα παρακεί, απ’ το κάθετο στενό, όρμησε μία άλλη μηχανή με κράνος και τίναξε πέρα τον νέο και ωραίο που είχε σεβαστεί τη γάτα. Λες και τον περίμενε. Κι όπως συνέχιζε η άλλη μηχανή, χάρος με δρεπάνι να θερίζει, ξαπλώνει κάτω και τον ηλικιωμένο που μόλις είχε εμφανιστεί άκρη στο πεζοδρόμιο παραπατώντας, θεότυφλος σαν Τειρεσίας, με το ραβδί του. Κωλόγερε πού κοίταγες, άντε σύρε στο μνήμα σου, φώναξε η μηχανή. Εστριψε και χάθηκε.
Τι είναι αυτό που βλέπω, τι είναι αυτό που άκουσα; τραύλιζε το σοβαρό διήγημα, «Ελλάς ή τέφρα» άκουσα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, απομεσήμερο; Μην αντιδράσεις, πρόσεξε, άκουσε τη φωνή του, τόσες οι ψυχικές αναταράξεις σου, ώρες στο πεζοδρόμιο. Εσύ είσαι σοβαρό, υποδειγματικό, υπεύθυνο. Τίποτα δεν είδες, τίποτα δεν άκουσες.
Κι άρχισε αμέσως, όπως και άλλοτε, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, να προσβλέπει σ’ έναν ήσυχο υπαρξιακό μονόλογο με εσωτερικούς, καλά κρυμμένους, ιάμβους. Κι αν κανείς δεν καταλάβει, αν κανείς δεν εννοήσει τους ιάμβους; Τι με νοιάζει; αποφάσισε χωρίς δισταγμό. Εγώ θα έχω προσπαθήσει με την πυκνότητά μου, τη λιτότητα, με τις μεταφορές μου να το στείλω το μήνυμα. Ποιο μήνυμα; Κι έδωσε αμέσως, θορυβημένο, τη σιβυλλική απάντηση: Αν υπάρχει κάποιο μήνυμα, όπως και κάθε μήνυμα, από μόνο του αυθόρμητα θα ξεπροβάλει.
Και βαδίζει αργά το σοβαρό διήγημα με την αίσθηση ότι ακόμη ψάχνει το θέμα του. Τίποτα όμως δεν το εμπνέει. Βλέπει σαν να μη βλέπει. Ακούει σαν να μην ακούει. Ωσπου επέστρεψε στο παγκάκι του. Κι όπως βύθισε τη ματιά του στο ημίφως, τους είδε όλους, κολλημένους, κεφαλάκια-κεφαλάκια. Δεν ξεχώριζε αν είναι αρσενικά ή θηλυκά τα κεφαλάκια, μόνο ότι είναι φτωχά, αυτό, αν ήθελε, μπορούσε εύκολα να το ξεχωρίσει, αλλά δεν ήθελε. Κι άρχισε η νύχτα. Με κόκκινες μύτες, μπίρες, ρεψίματα, μπράβο, σφυρίγματα, αναμμένους αναπτήρες. Στην εξέδρα μπροστά οι μουσικοί. Ο τραγουδιστής, η τραγουδίστρια, τα σουξεδάκια. Πιο πίσω οι επίσημοι με τα καλά τους.
Κι εκεί που έκανε το σοβαρό διήγημα να λικνιστεί κι αυτό λίγο, όρμησε και το στρίμωξε η σκέψη του: Εγιναν ή δεν έγιναν όσα έγιναν; Πώς και γιατί η γάτα θέλησε να διασχίσει τον δρομίσκο; Πώς και γιατί ο νέος και ωραίος με τη μηχανή βρέθηκε στον δρομίσκο; Πώς και γιατί η άλλη μηχανή, χάρος με δρεπάνι, τον τίναξε βίαια πέρα; Πώς και γιατί ο θεότυφλος γέρος νεκρός στην άσφαλτο; Ιδού, με όλα του τα πώς και τα γιατί το θέμα μου, κι ας είναι και στενάχωρο. Αμέσως όμως άλλαξε πάλι γνώμη. Κάτι το ποιητικό πρέπει να βρει, κάτι για το χιόνι που όλους αθόρυβα, χωρίς διάκριση, θα μας σκεπάσει. Τι κάνεις εσύ εδώ, τι παριστάνεις; άκουσε μια φωνή, μπορεί και τη δική του. Τι να παριστάνω, αναστέναξε στ’ αλήθεια λυπημένο το σοβαρό διήγημα, όσο κι αν προσπάθησα να γίνω εορταστικό, μέρες που είναι, δυστυχώς δεν το κατάφερα.
Μάρω Δούκα
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών 28.12.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου