Διαβάσα σήμερα τυχαία, δύο πολύ ενδιαφέροντα άρθρα. Ένα που μιλούσε για το μιμητισμό σαν τον ηθικό αυτουργό που ωθεί τους αυτόχειρες στην έξοδο, κι ένα για την εξέλιξη του νου σα μηχανή παραγωγής επιχειρημάτων, όχι για την ανακάλυψη ή διάδοσης της αλήθειας, αλλά για την επίτευξη της νίκης σε κάθε διαφωνία, άσχετα από την αλήθεια και το ποιός έχει πράγματι δίκιο.
Θέλοντας να γράψω κάτι για το περιστατικό με τον μοτοσυκλετιστή, που αφού παρέσυρε ποδηλάτη, συνέχισε την πορεία του, παραβίασε κόκκινο σηματοδότη, χτύπησε πολύ σοβαρά μια μητέρα και τα δύο παιδιά της που διέσχιζαν το δρόμο, εγκατέλειψε τα θύματα και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και 15.000 Ευρώ εγγύηση, κάθησα μπροστά στο πληκτρολόγιο αρκετή ώρα σκεφτικός για το πώς να αναπτύξω το θέμα. Αποφάσισα λοιπόν, αυτή τη φορά να μιλήσω για την ίδια τη διαδικασία της συγγραφής αυτού του κειμένου και της επιλογής του ύφους και του τίτλου του.
Συνήθως, στο άκουσμα τέτοιων γεγονότων, το πρώτο που μου συμβαίνει, είναι να πλημμυρίζω από το συναίσθημα του θυμού. Λίγο ή αρκετά πιό μετά, ο θυμός φαίνεται να δίνει τη θέση του στη λογική. Τότε αρχίζω να βάλλομαι από σκέψεις που προσπαθούν να βρουν τρόπους ερμηνείας του φαινομένου και να οργανώσουν ένα, έστω υποτυπώδες, σχέδιο δράσης για την αντιμεώπισή του.
Αυτή η λογική δεν είναι πάντα και τόσο νηφάλια, αφού οι ερμηνείες και οι προτάσεις αντίδρασης, συχνά είναι σφιχταγκαλιασμένες με την οργή και περιστρέφονται γύρω από τη φαντασίωση για εκδίκηση ή την, για χιλιοστή φορά, παραδοχή ότι δε με χωράει άλλο αυτός ο τόπος.
Κάπου εκεί, πέρνω δυό-τρεις βαθιές ανάσες, αέρα ή καπνού, ανάλογα με το αν είμαι σε ανοιχτό χώρο ή δε με πέρνει στον κλειστό που βρίσκομαι και επανέρχομαι φουριόζος και αποφασισμένος να ανακτήσω τον έλεγχο της κυκλοφορίας των ιδεών που συγκρούονται πάνω απ’το κεφάλι μου.
Άμυνα ή επίθεση; Στόχευση στη λύση ή στην εκτόνωση; Ανάδειξη της αλήθειας μου ή ειρωνία; Ύφος γλαφυρό ή μεστό και σταράτο; Λογοτεχνία ή δοκίμιο; Οι επιλογές εμφανίζονται αμέτρητες. Οι σύνδεσμοι και οι συναρμογές με αφανείς και φανερές αναφορές σε σχετικές φράσεις, εικόνες, αναμνήσεις, ολόκληρα βιβλία, ταινίες ή και μουσικές, χιλιάδες. Συνήθως, αν και μ’αρέσει να με σκέφτομαι σαν τροχονόμο ιδεών, τελικά μοιάζουν σα να αποφασίζουν μόνα τους τα κείμενα πώς θα γραφτούν. Όμως όχι αυτή τη φορά. Όχι μετά από τα δύο άρθρα που διάβασα σήμερα.
Σήμερα, με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μη λειτουργήσω σαν τον μοτοσυκλετιστή, σαν τον κάθε υπαίτιο τροχαίου. Δεν θέλω να αφήσω το γκάζι της μηχανής να με πάει όπου θέλει αυτό κι όποιον πάρει ο χάρος. Δε με ενδιαφέρει ούτε να αναδείξω το δίκιο των πεζών και του ποδηλάτη, του κάθε θύματος στο σφαγείο των ελληνικών και ξένων δρόμων. Αυτοί το ξέρουν πως το έχουν, όπως ξέρουν και ότι οι πιθανότητες να υπάρξει επιχείρημα που θα τους κάνει να νικήσουν στη διαμάχη για το δίκιο τους, είναι λιγοστές. Και γι’αυτό δεν έχει καμία σημασία που το ξέρουν και όλοι οι άλλοι, ακόμα και ο θύτης και οι συγγενείς του και οι δικηγόροι του. Σήμερα νιώθω πως δεν έχει κανένα νόημα να χτυπιούνται μανιωδώς πλήκτρα σε υπολογιστές για να συντάξουν ένα λόγο που μπορεί να ακουμπήσει ή να πείσει, μόνο τους ήδη πεισμένους. Ο Λόγος έχει χαθεί και το παιχνίδι πλέον, παίζεται αλλού: στην εντύπωση και στο πλήθος.
Διάβασα επίσης κάπου, ότι η κοινή λογική, που συνήθως έχει πάρει διαζύγιο από τη Λογική, είναι η άποψη δυό-τριών ανθρώπων. Αναπτύσσουν την ιδέα τους σ’ένα βαθμό και μ’ένα τρόπο που είναι καθησυχαστικός και ελκυστικός, αν όχι εντυπωσιακός, και παρασύρουν μια πρώτη ομάδα ανθρώπων χωρίς κρίση, που τους δέχονται σαν αυθεντίες. Αυτοί διαδίδουν την ιδέα σε άλλους άκριτους ανθρώπους και ο κύκλος διευρύνεται τόσο, που κάποια στιγμή σχηματίζεται μια κρίσιμη μάζα, συνήθως από βλάκες που πηγαίνουν όλοι μαζί σε μία κατεύθυνση. Επειδή αυτό που φοβάται περισσότερο απ’όλα ο άνθρωπος είναι το μείνει μόνος του ή με λίγους, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι ακολουθούν συνεχώς το σχηματισμένο πλήθος, παρακινούμενοι ακριβώς από το φόβο της απομόνωσης. Οι λιγοστοί σκεπτόμενοι βλέπουν το ατόπημα (sic), αλλά σίγουροι πως κανείς δεν μπορεί να τους ακούσει, σιωπούν. Έτσι, οι μόνοι που ακούγονται είναι όσοι παπαγαλίζουν την ιδέα των πολλών, που πλέον είναι όλοι σίγουροι πως δεν είναι απλά μια ιδέα, αλλά το επιστέγασμα της κοινής λογικής. Εντάξει, ακούγονται και κάποιοι που φωνάζουν “ο βασιλιάς είναι γυμνός”, αλλά ποιός ασχολείται στις μέρες μας με γραφικούς τύπους που πιστεύουν στο “κι έτσι είδαν όλοι την αλήθεια και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”;
Μιμητισμός λοιπόν, εντύπωση και πλήθος άκριτων ανθρώπων που νοιάζονται μόνο για την επικράτηση σε κοκορομαχίες και έτοιμοι ν’ακολουθήσουν ό,τι να’ναι, αρκεί να το ακολουθούν πολλοί. Αυτά είναι τα θεμελιώδη συστατικά της πραγματικότητας της κοινωνίας μας.
Θέλω να μην ξαναχτυπηθεί πεζός, ποδηλάτης, οδηγός, συνοδηγός, ή οποιοσδήποτε άλλος, ποτέ. Θέλω να είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι η είδηση πως οι υπαίτιοι τροχαίων εγκλημάτων τη γλιτώνουν και πως είναι καλύτερα να εγκαταλείψεις ένα θύμα να χαροπαλεύει στην άσφαλτο από το να το βοηθήσεις, δεν θα φτάσει στα αυτιά άλλων που μπορεί να προκαλέσουν τροχαίο και να εφαρμόσουν ανακλαστικά αυτή τη συμπεριφορά.
Θέλω να φτιάξουμε ένα ρεύμα που θα οδηγεί στην εξάλειψη των τροχαίων, με τέτοιο τρόπο ώστε να το ακολουθήσουν, όχι μόνο όσοι συμφωνούν ή το κρίνουν θετικά, αλλά οι πολλοί που δρουν μιμητικά: με άρθρα, δημοσιεύσεις και εκτενείς αναφορές στις συμπεριφορές που επιθυμούμε να αναπαράγονται – για τις άλλες… μούγκα. Ακριβώς όπως κάνουν και τα κυρίαρχα Μέσα Μαζικού Εκφυλισμού, για να προωθήσουν τις συμπεριφορές που τους συμφέρουν, ξέροντας πολύ καλά πως δεν απευθύνονται σε σκεπτόμενους.
Αυτό είναι το κοινό μας, κι αν δε φοβάμαι να το γράψω, είναι γιατί είμαι σίγουρος πως δε με διαβάζουν – είναι απασχολημένοι να κάνουν ανακλαστικά follow, όποιον έχει πολλά like. Κι εγώ θέλω όλοι να μιμηθούν, έστω και άκριτα, αυτούς που, ακόμα και με τεράστιο προσωπικό κόστος, βοηθούν τους συνανθρώπους τους και κάνουν την πραγματικότητα λίγο καλύτερη, κάθε φορά.
Θοδωρής Παρασκευάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου