Τροχαία περίπτωση: ένα διήγημα του Μάριου Χάκκα (1931-1972) που δημοσιεύτηκε το 1966 στη συλλογή διηγημάτων του «Τυφεκιοφόρος του εχθρού».
ΔΕΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΩ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΩΡΕΣ που πρέπει, τις ώρες που είναι απαραίτητο να κυκλοφορήσω, ένα καθόλα ελεγμένο δρομολόγιο από το σπίτι στη δουλειά και τανάπαλιν.
Πολλά τα τροχαία ατυχήματα στις μέρες μας, πολλές οι αναποδιές που συμβαίνουν στους δρόμους.
Κινδυνεύεις να φτάσεις στο σπίτι χωρίς χέρι ή πόδι, με βγαλμένα τα έντερα, κι έπειτα τι νόημα θα ΄χεις λειψός, να μην μπορείς Σάββατο απόγευμα μετά το ποδόλουτρο, να κόβεις τα νύχια του αριστερού σου ποδιού, να μην ακούς τα γουργουρητά των εντέρων λίγο πριν στρωθεί το τραπέζι, να έχεις ένα γάντζο αντί για παλάμη που θα τον τρίβεις με σύρμα για τις κατσαρόλες, γιατί δεν μπορείς να μείνεις με βρόμικα χέρια.
Αποφεύγω τα στενά πεζοδρόμια γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος το ρεύμα να με φέρει στο χείλος, να με πετάξει στο κατάστρωμα επάνω.
Στα φαρδιά πεζοδρόμια πάω προς την πλευρά των κτιρίων. Αν ανέβει ένα τρόλεϋ επάνω, θα χτυπήσει τους άλλους, θα χτυπήσει τους πρώτους. Εγώ είμαι πιο ασφαλής, σαν εφεδρεία στο ατύχημα, όταν δεν επαρκέσουν οι άλλοι.
Ένα προληπτικό μέτρο ακόμα είναι να μην παίρνω και πολύ σοβαρά τα φανάρια. Δεν είναι αυτά που με προφυλάσσουν από κάθε δυστύχημα, αλλά τα μάτια μου. Βλέπω πρώτα και εν συνεχεία περνάω. Γιατί αν το τροχαίο πάσχει από αχρωματοψία, έστω και μερική, ποιος μου εγγυάται εμένα; Ή ποιος με σιγουρεύει ότι πάντα λειτουργάει η σχέση σωστά μεταξύ φωτός φαναριού και μυαλού του τροχαίου; Αν το τροχαίο δε δέχεται τη σύμβαση μεταξύ «κόκκινο-στοπ, πράσινο-ελεύθερο» κι αντιστρέφει τα σήματα, έτσι επειδή του κάπνισε η εξάτμιση ή δεν τα λαμβάνει καθόλου υπόψη του, επειδή είναι αναρχικό, πρωτότυπο, ανεπανάληπτο, ανισόρροπο, ποιος με εξασφαλίζει εμένα; Εγώ πρέπει να φτάσω στη δουλειά μου ανέπαφος, στο σπίτι ολόκληρος. Για να γίνει αυτό πρέπει να μειώσω τον κίνδυνο, να μικρύνω τον επικίνδυνο χρόνο, κυκλοφορώντας όσο είναι απαραίτητο κι από ένα γνωστό δρομολόγιο.
Βέβαια δεν ήμουν στη ζωή πάντα έτσι. Είχα μια πρώτη περίοδο που μου άρεσαν δρομολόγια άγνωστα, επικινδυνοδέστατοι δρόμοι πιθανής ολικής εξαφάνισης, με δάσος φανάρια ανοιγμένα προς κάθε κατεύθυνση κι ένα μόνιμο χρυσοκόκκινο φως στο στερέωμα.
Αλλά μετά χάθηκαν ένα ένα τ΄αστέρια κι είπα να κοιτάζω τη δουλειά μου και το σπίτι μονάχα, εγκαταλείποντας εκείνους τους ελάχιστους μόνους, εκείνους που τους άρεσε να ξελαιμιάζονται ακόμα κοιτώντας επάνω, έκθετοι στους πυροβολισμούς του ουρανού, στων μετεωριτών τις συγκρούσεις, ακόμα και στα σκοτεινά ψάχνοντας, και πίσω από τα σύννεφα, και τη μέρα με ήλιο, να δουν το χρυσοκόκκινο φως, χωρίς να προσέχουν τους τριγύρω κινδύνους, χωρίς να νοιάζονται πως θα κουβαλήσουν τον εαυτό τους σε μια νησίδα ασφαλείας, σ΄ ένα σίγουρο τόπο.
Σαν «της Γριάς το μαλλί», ογδόντα χρονών, μαραγγιασμένη, μουτσούνα, όλο λούκια, με μαύρα μαλλιά που περπατούσε σπρώχνοντας το μαγαζί και κοιτώντας επάνω.
Μπορεί να τον εμπόδιζε το κινητό μαγαζί να κοιτάξει εμπρός κι έτσι κατ΄ ανάγκη κοιτούσε επάνω. Ή να τον εκστασίαζαν τα πηγμένα αστέρια έτσι που σπιθίζανε στο μεσημέρι κι ένας ρυθμός αραμπά να ΄χε περάσει στις φλέβες του και να μην μπορεί να καταλάβει την κίνηση, την έννοια ταχύτητα, ούτε το φορτηγό που μπορούσε κατά τον οδικό κώδικα να περάσει εκείνη τη στιγμή, που ΄χε προτεραιότητα από «της Γριάς το μαλλί», να περάσει ακόμα και επάνω του τηρώντας την τάξη.
Κι εγώ τι ζήταγα ανάμεσα στο φορτηγό και «στης Γριάς το μαλλί», αφήνοντας την τοίχο τοίχο μελετημένη πορεία μου, τι γύρευα να βρεθώ μεταξύ μουγκρητού φορτηγού κι ενός ξοφλημένου ογδοντάχρονου γέρου, εγώ ο νέος που είχα μπροστά μου ζωή, εγώ που πρόσεχα τόσο, που είχα εγκαταλείψει τους επικίνδυνους δρόμους, τι γύρευα; τι; Πάνω στην άσφαλτο να σηκώνω τα χέρια μου, «Μη», να ορθώνομαι, «Μη». Της… οχ, ο κάλος μου… «της Γριάς….», να πετάγομαι επάνω ψηλά προς τ΄ αστέρια, αστέρια πολλά, ένας πύραυλος σε κανονική τροχιά, διάττων αστέρας που διαγράφει καμπύλη, μετεωρίτης να πέφτει επάνω στην άσφαλτο σκάζοντας, με βγαλμένα τα έντερα, θρυμματισμένα τα άκρα, ουρλιάζοντας μια τελευταία κραυγή: «Μη! Της Γριάς… Το… Μαλλί…».
Μάριος Χάκκας (1931-1972)
Δημοσιεύτηκε το 1966 στο βιβλίο του «Τυφεκιοφόρος του εχθρού»
Αναδημοσίευση από: Μάριος Χάκκας ΑΠΑΝΤΑ, Εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου