Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την παρέμβαση της Χαρίκλειας Τσοκανή, Επίκουρης Καθηγήτριας, Μουσικής και Επικοινωνίας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, στην παρουσίαση του βιβλίου Άνεμος Ήσουν και σαν Άνεμος Έφυγες – Κώστας Κουβίδης 1976 – 2007, που πραγματοποιήθηκε στο POLIS ART CAFΕ στην Αθήνα στις 4 Ιουλίου.
Καλησπέρα σας
Κυρίες και Κύριοι
Όσοι γνώρισαν τον Κωσταντή, έχω την αίσθηση ότι δεν μπορούν να ξεχάσουν τη μορφή αυτού του νέου με την ξεχωριστή διαύγεια στο βλέμμα, με την ασυνήθιστη καθαρότητα. Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα, ένιωσα πως μέσα σε ό,τι έλεγε και σε ό,τι έκανε υπήρχε μια πρόθεση που δεν θα διστάσω να την χαρακτηρίσω αγνή. Μια πρόθεση που δεν την συνόδευαν ούτε υπονοούμενα, ούτε επιφυλάξεις σαν κι αυτές που κρατούν εκείνοι που δηλώνουν πως έχουν μια άποψη ή μια ιδέα αλλά που στην πραγματικότητα δεν την πολυπιστεύουν . Στα μάτια μου λοιπόν – και νομίζω και στα μάτια των φίλων του που συνδέθηκαν μαζί του περισσότερο -αυτός ο νέος αντιπροσώπευε έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος να δοθεί σε ό,τι θεωρούσε πιο σημαντικό. Η αγνότητά του δεν ήταν παθητική : περιείχε θέληση, αφοσίωση σ’ ένα σκοπό, μια επιμονή στο μουσικό του όραμα που του άνοιγε τον δρόμο για την αυτοβελτίωσή του. Ήταν φανερό πως ο Κωνσταντής δεν πελαγοδρομούσε όπως τόσοι και τόσοι στην ηλικία του, αλλά πως προχωρούσε πάνω σε μια γραμμή ζωής που ήταν και άξονας νοήματος. Μπορώ να πω ότι την πορεία τού Κωνσταντή δεν την όριζαν οι συμπτώσεις, γι αυτό και το συμβάν που του αφαίρεσε την ζωή μοιάζει με σκάνδαλο.
Είναι αλήθεια πώς κάθε ατύχημα φέρει μέσα στον ανθρώπινο κόσμο το παράλογο. Είναι εκτός σχεδίου, εκτός της δυνατότητας να καταλάβει κανείς το «γιατί». Αλλά είναι ακόμη πιο παράλογο όταν το ατύχημα έρχεται να βάλει τέλος στην προσπάθεια ενός ανθρώπου ο οποίος είναι ακριβώς αφιερωμένος στην αναζήτηση του νοήματος. Ο Κωνσταντής τέτοιος ήταν : ήθελε με την μουσική του και με την ζωή του κάτι να πει, κάτι καινούριο να ανακοινώσει που θα το μοιραζόταν με άλλους. Γι αυτόν, νόημα ήταν προπάντων η συμμετοχή του σε μια κοινή υπόθεση
Ο θάνατος σταμάτησε αυτή την προσπάθεια. Ήλθε το αναίτιο, μ’ έναν τρόπο βίαιο και ηλίθιο, για να πει πως δεν χωρούν πάντα εξηγήσεις σε όσα ενσκήπτουν, πως είναι μάταιο να αναζητά κανείς αιτίες και αποτελέσματα, όταν ένας βάναυσος δάκτυλος μπορεί να κόψει το νήμα ανά πάσα στιγμή.
Ωστόσο, αυτή η αχαλίνωτη βία δεν έχει πάντα τις ολοκληρωτικές συνέπειες που θα φανταζόταν κανείς. Συμβαίνει μερικές φορές, ο θάνατος να μην είναι τελειωτικός. Μπορεί η ατομική ύπαρξη να χάνεται με όρους φυσικούς, ένα μέρος, όμως, αυτής της αναπνοής που κόβεται, μάς φαίνεται πως περνά σε άλλους πνεύμονες. Έτσι, η πνοή αυτή συνεχίζει να μας αγγίζει. Αυτό συμβαίνει κι εδώ. Ο νέος άνδρας που γνωρίσαμε κάποτε, επιζεί μ’ έναν ορισμένο τρόπο και όχι μόνο μέσα από τις αναμνήσεις μας. Συνεχίζει να υπάρχει, χάρη και στο γεγονός ότι οι γονείς του ανέλαβαν να αποκαταστήσουν, όσο γίνεται, το ευρύτερο νόημα που εμπεριείχε η ζωή του. Ο αγώνας τους μάς είναι ήδη γνωστός.
Πρόκειται για μια πράξη στην οποία πρέπει να σταθούμε, γιατί δεν αφορά μόνο μια οικογένεια, το πένθος της και τη διέξοδο απ’ αυτό, αλλά αποτελεί μια πρωτοβουλία με την οποία προβάλλει καθαρά μπροστά μας μια κοινωνική πληγή. Η Ελλάδα ματώνει καθημερινά από τη θανάσιμη επιπολαιότητά της, από την αδιαφορία της για το τι επιτρέπεται και το τι απαγορεύεται. Η νεολαία είναι ήδη σημαδεμένη απ’ αυτό το βαρύ ελάττωμα. Με τον τρόπο τους, η Ισμήνη και ο Γιώργος, μαζί με άλλους ομοιοπαθείς γονείς και φίλους, έχουν αναδείξει αυτό το πρόβλημα με τον πιο αδρό τρόπο. Στα τροχαία, η κοινωνία μας δείχνει τον χειρότερο εαυτό της, αυτό λένε τα στοιχεία και αυτό επιβεβαιώνει η εμπειρία καθενός, όμως το ζήτημα αυτό έχει προεκτάσεις παντού.
Αυτή την απροθυμία ορισμένων να βάλλουν κάποιο φρένο στις παρορμήσεις τους, αυτή την περιφρόνησή τους στους κανόνες της συμβίωσης, την υφιστάμεθα και την πληρώνουμε εδώ και χρόνια. Όποιος έχει τα μάτια ανοιχτά διαπιστώνει το πρόβλημα. Δεν υπάρχει η στοιχειώδης αυτοσυγκράτηση, όχι μόνο το ελάχιστο της ευγένειας, αλλά ούτε καν της τήρησης των πιο αναγκαίων συμβάσεων. Όταν η αγένεια και η χυδαιότητα εκρήγνυνται, κάθε τόσο, ακόμη και μέσα στους χώρους της εκπαίδευσης, όταν καθιερώνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές, και όταν δίνουν, όλο και συχνότερα, τον τόνο και στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου, τότε, πώς να μην έχουμε στην άσφαλτο τόση αγριότητα;
Το τιμόνι το κρατά πλέον η ασυδοσία. Σχήμα οξύμωρο θα μου πείτε. Όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Η ασυδοσία τρέχει χωρίς να ξέρει που πάει, γιατί δεν θέλει να ξέρει, και δεν θέλει να της λένε ότι οφείλει να ξέρει. Στο τέλος , πέφτει πάνω σε όποιον βρει. ‘Ετσι συντρίβεται το νόημα, συντρίβονται οι ανύποπτοι. Ο Κωνσταντής ήταν ένας από απ’ αυτούς τους ανύποπτους, τους αφοσιωμένους στο έργο τής ανθρώπινης δημιουργίας. Δεν υποψιαζόταν ότι υπάρχει τόση συμπίεση μέσα στην κοινωνία, τόση κενότητα συμπιεσμένη που κάθε τόσο τινάζει ορμητικά το ελατήριο προς τα έξω… κι όποιον πάρει ο Χάρος. Οι αρχαίοι έλεγαν πως όταν οι γονείς κηδεύουν τα παιδιά τους, αυτό σημαίνει πως δεσπόζει ο πόλεμος. Σήμερα, έχει πράγματι ξεσπάσει ένας τέτοιος πόλεμος, που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η ανθρώπινη κοινότητα. Εκείνοι που θέλουν κάτι να δημιουργήσουν κυκλώνονται από τις δυνάμεις της καταστροφής και της αυτοκαταστροφής.
Πιστοί στο πνεύμα του γιού τους, η Ισμήνη και ο Γιώργος έχουν ταχθεί σ’ έναν αγώνα υπεράσπισης των δημιουργικών ανθρώπων. Πολεμώντας τα τροχαία, μάχονται εναντίον ενός παραλόγου, που τελικά δεν είναι και τόσο παράλογο. Δείχνουν ότι τα ατυχήματα έχουν σε μεγάλο βαθμό την ρίζα τους στο άρρωστο συλλογικό μας σώμα. Κάνουν έτσι μια ένεση εξυγιαντική, σαν γιατροί που είναι, σ’ αυτό το σώμα. Και με την παρέμβασή τους όλοι ζωηρεύουμε ξανά, ελπίζουμε για το καλύτερο, και ο Κωνσταντής ξαναζεί μαζί μας.
Σας ευχαριστώ
Χαρίκλεια Τσοκανή
ΠΗΓΗ:www.soste.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου