- Σχόλιο του χρήστη 'Ελένη Καρύδη (ΕΥΘΥΤΑ Παρατηρητήριο Οδικής Ασφάλειας)' | 6 Οκτωβρίου 2021, 17:18
-
Αν και επαναδιατυπώνεται για 3η φορά μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια με επουσιώδεις αλλαγές κάθε φορά, στο άρθρο 290Α παραμένουν τουλάχιστον δύο σημεία που το κάνουν εμφανώς προβληματικό: α) εξαιρείται η παραβίαση των ορίων ταχύτητας από τις παραβάσεις που αντιμετωπίζονται αυστηρότερα. Αυτό ενώ είναι γνωστό ότι παγκόσμια η ταχύτητα αποτελεί το πρώτο αίτιο πρόσκλησης τροχαίων συγκρούσεων, θανάτων και τραυματισμών και ότι στη χώρα μας σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί με μεγάλη διαφορά την συχνότερη παράβαση του ΚΟΚ με τις ανάλογες συνέπειες.
Πως είναι δυνατόν να νομοθετούμε την αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση για σπάνιες, επικίνδυνες παραβάσεις και να «τιμωρούμε» πολύ ηπιότερα την συχνότερη επικίνδυνη παράβαση ιδίως όταν απ αυτή προκαλείται θάνατος η βαριά σωματική βλάβη;
Η παραβίαση του ορίου ταχύτητας πρέπει να προστεθεί στις παραβάσεις που περιλαμβάνει το 290Α. β) η διατύπωση στην αρχή του άρθρου: «Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης» είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη και αφήνει στην κρίση του δικαστηρίου το αν ο εκάστοτε παραβάτης – χρήστης αλκοόλ ή ουσιών (ή και των δύο) ήταν σε θέση να οδηγήσει…
Η πρωτότυπη αυτή θεώρηση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2696/23.03.1999 ΦΕΚ.57α & Ν.3542/02.03.2007/ΦΕΚ.50Α' & Ν.4530/30.03.2018/ΦΕΚ.59Α') που ορίζει ότι: «Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 g/l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου».
Η εναπόθεση στην κρίση του δικαστηρίου αν ο παραβάτης οδηγός υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών είναι σε θέση να οδηγήσει με ασφάλεια αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία που προφανώς και θα λειτουργήσει σε πολλές περιπτώσεις υπέρ των παραβατών – δραστών τροχαίων εγκλημάτων. Το άρθρο όπως είναι διατυπωμένο συγκρούεται επίσης μετωπικά με το άρθρο 25 του Νόμου 4139/2013
–Περί Εξαρτησιογόνων ουσιών, που ορίζει: «1. Με φυλάκιση τουλάχιστον πέντε (5) μηνών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καθώς και με στέρηση από δύο έως πέντε έτη της άδειας οδήγησης ή του οικείου διπλώματος ή του πτυχίου ή του αποδεικτικού ναυτικής ικανότητας τιμωρείται όποιος οδηγεί ή κυβερνά οποιοδήποτε πλωτό, χερσαίο ή εναέριο μεταφορικό μέσο υπό την επίδραση ναρκωτικών. Αν από την πράξη αυτή προκλήθηκε απλή σωματική βλάβη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Αν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών. Αν από την πράξη αυτή προκλήθηκε θάνατος επιβάλλεται ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι δέκα ετών.» Εκτός όμως της χρήσης αλκοόλ και των ναρκωτικών ουσιών είναι προφανές και επιστημονικά δεδομένο ότι οδηγός σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ΔΕΝ είναι δυνατόν να οδηγεί ασφαλώς άρα και γι αυτές τις περιπτώσεις είναι απορίας άξιο τι πρόκειται να διερευνήσει το δικαστήριο.
Ζητάμε να επαναδιατυπωθεί η πρόταση ξεκάθαρα: «Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα υπό την επίδραση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών ή όντας σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης» ώστε το δικαστήριο να κρίνει αντικειμενικά και όχι με διαβεβαιώσεις ότι ο κατηγορούμενος αντέχει το ποτό, τα ναρκωτικά ή ότι δεν τον επηρεάζει η αϋπνία.
Τέλος αλλά όχι τελευταίο. Το άρθρο 306 του ΠΚ – Έκθεση έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με το άρθρο 43 του Κ.Ο.Κ. για την εγκατάλειψη θύματος τροχαίου. Για το ίδιο αδίκημα προβλέπεται διαφορετική Ποινική αντιμετώπιση σε πολίτες με διαφορετικές ιδιότητες. Οι μη οδηγοί θα τιμωρηθούν σύμφωνα με τον ΠΚ άρθρο 306.2. «Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.» Ενώ οι οδηγοί με τον ΚΟΚ – άρθρο 43.4 … Αν από τη συμπεριφορά του ο παθών περιήλθε σε κίνδυνο ζωής ή επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις και με αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο.
Μετά από επανειλημμένες επιστολές προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με το άρθρο 43 του Κ.Ο.Κ αγνοείται το γεγονός της συλλογής άνω των 3.700 υπογραφών από πολίτες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα και ζητούν: - Άμεση κατάργηση του άρθρου 43 του Κ.Ο.Κ. που θεσπίζει την ατιμωρησία στους οδηγούς που εγκαταλείπουν τα θύματά τους.
- Όχι στη διπλή νομοθεσία για την εγκατάλειψη.
- Όχι ευνοϊκή μεταχείριση στους οδηγούς που εγκαταλείπουν τα θύματα τους. -Την εκδίκαση των υποθέσεων της εγκατάλειψης θυμάτων με βάση το άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου