Στους δρόμους των πόλεων, την περίοδο της καραντίνας, ζήσαμε πρωτόγνωρες εμπειρίες. Ίσως για πρώτη φορά, ιδιαίτερα οι μεγαλουπόλεις, έδειξαν μια παράξενη και συνάμα τρυφερή φιλοξενία. Αυτή την αίσθηση άνεσης και ξεγνοιασιάς της μετακίνησης στον περιβάλλοντα χώρο της γειτονιάς, στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στις λεωφόρους, μια απροσδιόριστη ζεστασιά μιας νέας γνωριμίας με την πόλη.
Μια πόλη που, χρόνια ίσως, διαβαίναμε τους δρόμους της, τα ίδια πεζοδρόμια, καθημερινά προσπερνούσαμε τα ίδια κτήρια, αλλά ίσως ελάχιστες φορές ή και καθόλου πριν από τις μέρες του κατ’ οίκον εγκλωβισμού να μην απελευθερώθηκε το βλέμμα μας σε γνώριμες αλλά ταυτόχρονα τόσο άγνωστες εικόνες.
Η απαγόρευση κυκλοφορίας σαν να άλλαξε τον χρόνο. Σαν αυτός να φάνηκε να κυλάει με πιο αργούς ρυθμούς. Καθώς περιορίστηκε η μηχανοκίνητη κυκλοφορία, οι ήχοι άλλαξαν και αυτοί. Τα πουλιά εμφανίστηκαν στα δέντρα της γειτονιάς και για πρώτη φορά ξυπνήσαμε στο κέντρο της πόλης, όχι από κορναρίσματα, φρεναρίσματα και το βουητό της κίνησης, αλλά από το κελάηδισμα τους. Ως και οι αλεπούδες σαν να μπερδεύτηκαν και αυτές από την ησυχία και κατέβηκαν στην πόλη!
Ο αέρας είχε της άνοιξης τις οσμές και παρ’ ό,τι η τσιμεντένια πόλη παρέμεινε ίδια, τα χρώματά της ήταν εντονότερα, πιο φωτεινά. Με τη μείωση του νέφους η ατμόσφαιρα φάνταζε λιγότερο δυσφορική. Η πόλη της πανδημίας ξεδίπλωσε τη βιώσιμη πλευρά της. Λίγο πιο ανθρώπινη, ίσως περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαμε να πούμε για μια πόλη τον μήνα Αύγουστο.
Δεν ήταν όμως καλοκαίρι. Κανείς δεν ήταν διακοπές. Στα σπίτια τα μικρά, τα μεγάλα, σε υπόγεια, ευάερα, ευήλια, σπίτια με υγρασία, σπίτια κοντέινερ, σπίτια σκηνές. Όσοι είχαμε σπίτια. Δεν έχουν όλοι σπίτι για να μείνουν μέσα.
Σε αυτή την πόλη των αντιθέσεων και των αντιφάσεων, την πόλη των κοινωνικών ανισοτήτων, των διαφορετικών ταχυτήτων ζωής, για πρώτη φορά, επί μακρό διάστημα, παρ’ όλο τον περιορισμό και την επιβαλλόμενη κοινωνική απομάκρυνση (social distance), περπατήσαμε τους δρόμους διασχίζοντάς τους χωρίς βιασύνη και τρεχαλητό, χωρίς επιτάχυνση, άγχος και στρες, χωρίς τον κίνδυνο να τσαλαπατηθούμε από κάποιο διερχόμενο όχημα.
Αν και τα πεζοδρόμια ήταν κατειλημμένα από σταθμευμένα αυτοκίνητα, η βόλτα φάνταζε ανέλπιστα ασφαλής. Ακόμη και οι ηλικιωμένοι βάδιζαν με ηρεμία χωρίς να κοιτούν συνεχώς δεξιά και αριστερά μην τυχόν η επιβαρυμένη ακοή και τα μειωμένα αντανακλαστικά δεν προλάβουν να συλλάβουν τον κίνδυνο έγκαιρα.
Μια αμέριμνη βόλτα, με αφημένα τα παιδιά ελεύθερα να τρέχουν, χωρίς το σφικτό κράτημα του χεριού, ένα κράτημα ασφυκτικό στην ελευθερία της κίνησης, του υπάρχω ελεύθερα, χωρίς να ανταγωνίζομαι και να αγωνιώ ποιανού είναι περισσότερο ζωτικός ο χώρος επιβίωσης, δικός μου που είμαι πεζός και ποδηλάτης ή της μηχανοκίνητης μετακίνησης.
Τα παιδιά έτρεξαν στην ηρεμία των δρόμων, οι μύες των ποδιών τους δυναμώσανε, έστω και στα μοναχικά τους παιχνίδια, οι πνεύμονες γεμίσανε αέρα. Ακούμπησαν και οι γονείς στις παρυφές των δρόμων, όρθιοι σε κάποιο τοιχίο ή καθιστοί κατάχαμα στο τσιμέντο. Μια άγνωστη ίσως χαλαρότητα, ένα άφημα στον εαυτό, χωρίς το μάτι να διανύει αποστάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου, ελέγχοντας το άμεσο περιβάλλον για το ασφαλές του παιδικού παιχνιδιού.
Αυτές τις μέρες πολλά παιδιά αυτονομηθήκαν στο ποδήλατο, μάθανε ισορροπία, εμπιστευτήκαν τις δυνάμεις και τις ικανότητές τους.
Κάποιες λιγοστές αλάνες αποκτήσανε την αίγλη του παρελθόντος, ίσως στον ελάχιστο βαθμό, μιας και το χαλίκι έγινε ο κυρίαρχος χώρος συνύπαρξης γονιού-παιδιού για το παιχνίδι με τη μπάλα.
Οι γονείς με τα καροτσάκια δεν χρειαζότανε να ανεβοκατεβαίνουν τα πεζοδρόμια, κάνοντας με τα βρέφη και τα νήπια ακροβατικά, υπερνικώντας με αυτόν τον τρόπο τα διάφορα εμπόδια.
Πλήθος ανθρώπων φορέσανε τα αθλητικά τους και τις φόρμες τους. Ίσως και για πρώτη φορά άρχισε η βόλτα να απόκτα θέση ως τμήμα μιας συνήθειας καθημερινής. Άλλοι πάλι, πιο συστηματικοί της άσκησης, βρήκαν στις παρούσες συνθήκες το ελεύθερο πεδίο να τρέξουνε στους κοντινούς δρόμους της κατοικίας τους.
Με ή χωρίς ποδηλατοδρόμους, το ποδήλατο είχε την τιμητική του, ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες. Ορθοπεταλιές όλων των δυνατοτήτων, γρήγορες και επιταχυνόμενες, αργές και νωχελικές, χαλαρές στα όρια της μη διατήρησης της ισορροπίας, ασταθείς και ανώριμες, όλες ξελυθήκαν στους δρόμους, η κάθε μια σε ένα δικό της οδοιπορικό.
Δειλά δειλά άνθρωποι της γειτονιάς, πρόσωπα γνώριμα, που σχεδόν καθημερινά ανταμώνανε στον φούρνο ή στον μανάβη, μια καλημέρα ωστόσο δεν είχαν ανταλλάξει, γνωριστήκανε εκ νέου. Αρκούσε ένα νεύμα, να απλώσει και ένα χαμόγελο στα χείλη, ένα βλέμμα αμοιβαίας κατανόησης των δυσκολιών του παρόντος και της αγωνίας του μέλλοντος.
Αν η αφήγηση αυτή, σας αφήνει μια αίσθηση του μη πραγματικού και μη ρεαλιστικού, ίσως του πρόσκαιρου και ωραιοποιημένου, είναι διότι, εάν υπήρξε και εάν βιώθηκε ως τέτοια, ενέχει και την υποκειμενική διάσταση του βιώματος.
Εκκρεμούν, ωστόσο, οι απαντήσεις σε άκρως επείγοντα για μια βιώσιμη ζωή ερωτήματα, για το πότε οι αλλαγές σε βασικούς της τομείς στο σύνολό της, θα είναι τέτοιες που, με ελπίδα και αισιοδοξία θα δημιουργήσουμε το μέλλον.
Διότι, ούτε η πανδημία με την υγειονομική κρίση που επακολούθησε, ούτε και η οικονομική κρίση που χτύπησε εκ νέου την πόρτα, αποτελούν μη προβλέψιμα και αναπάντεχα φαινόμενα. Δεν συμβαίνουν σε κενό τόπο και χρόνο αλλά, αντιθέτως, σε πολύ συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο λειτουργίας ενός αδίστακτου καπιταλιστικού συστήματος που, στο όνομα της χωρίς όρια κερδοφορίας, εξαντλεί αφενός μέχρις εσχάτων τον ανθρώπινο παράγοντα, οξύνοντας και διευρύνοντας ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες και την εκμετάλλευση, αφετέρου, με τη συνεχή ανθρώπινη επεκτατικότητα, την ασέβεια απέναντι στα άλλα είδη ζωής, τη βιομηχανική κτηνοτροφία, την πυκνοκατοίκηση των αστικών κέντρων, την αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση, κτλ, οδηγεί το περιβάλλον, φυσικό και μη, στα όριά του και τη ζωή εγκλωβισμένη στη βιολογική της επιβίωση.
Είμαστε αναπόσπαστο τμήμα του φυσικού όσο και του κοινωνικού κόσμου. Ας αναρωτηθούμε για την απογύμνωση και αποξένωση της ζωής μας από τα ουσιώδη και ας μας γίνει συνείδηση η αλληλοσυσχέτιση και εξάρτηση του παρόντος με το μέλλον.
Οι συνθήκες απαγόρευσης μας επιβλήθηκαν. Ωστόσο ανέδειξαν δυνατότητες διαφορετικής θέασης και βίωσης της ζωής.
Άννα Οικονομίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου