Το κόστος μετακίνησης με ιδιωτικά μέσα εκτιμάται στο 9,5% του ΑΕΠ της χώρας (τα αντίστοιχα ποσοστά για πόλεις μεγαλύτερες από την Αθήνα, όπως είναι η Μαδρίτη και το Παρίσι είναι 8,5% και 5% αντίστοιχα).
Το κόστος αυτό αφορά το άμεσο κόστος μετακίνησης (εκτιμάται σε 0,34 Α ανά χιλιόμετρο) και δεν περιλαμβάνει το κόστος του χρόνου του μετακινούμενου. Αν ληφθεί και αυτό υπόψη, τότε το (γενικευμένο, όπως αποκαλείται) κόστος ανέρχεται πάνω από το 11% του ΑΕΠ.
Από άποψη καυσίμων και μόνο, οι συνθήκες συμφόρησης στην Αθήνα συνεπάγονται μια πρόσθετη κατανάλωση (σπατάλη) καυσίμων της τάξης των 110 λίτρων/μετακινούμενο ετησίως, που αν γίνουν υπολογισμοί μόνο για τις εργάσιμες ημέρες, αντιστοιχούν σε 0,5 λίτρα/μετακινούμενο/ημέρα. Επαναλαμβάνοντας τους υπολογισμούς για τις περιόδους της ημέρας που το οδικό δίκτυο λειτουργεί σε συνθήκες συμφόρησης, καταλήγουμε σε μια συνολική σπατάλη 600.000 λίτρων/ημέρα ή περίπου 100.000 τόνων ετησίως. Αν μεταφράσουμε αυτή τη σπατάλη σε χρήμα και προσθέσουμε και τη σπατάλη που προκαλείται και στις εμπορικές μετακινήσεις, φτάνουμε στο ισοδύναμο κόστος κατασκευής ενάμισι χιλιομέτρου γραμμής μετρό τον χρόνο!
Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις της συμφόρησης στα άλλα μεγέθη (αξία γης, εξασφάλιση στάθμευσης, ιδιωτικής και δημόσιας, ανάγκες συντήρησης κ.λπ.) αλλά και σε εκείνα που δεν αποτιμώνται άμεσα χρηματικά (ρύπανση, θόρυβος, ατυχήματα, αέρια του θερμοκηπίου, κοινωνικοί αποκλεισμοί) και συνθέτουν το έμμεσο κόστος κυκλοφορίας, το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, ανέρχεται μέχρι και στο 45% του άμεσου κόστους; Οι επιπτώσεις αυτές συσσωρεύονται με γεωμετρικό ρυθμό και με την εμφάνιση του υπερκορεσμού μπορούν να υπερβούν κατά πολύ τη συνιστώσα του άμεσου κόστους.
Αν στα προηγούμενα μεγέθη προστεθούν και όλοι εκείνοι οι παράγοντες που, προγραμματισμένα ή απρογραμμάτιστα, δικαιωματικά ή αυθαίρετα, συμβάλλουν στη μείωση της ικανότητας των δρόμων, τότε έχουμε μια εκθετικά διογκούμενη συνιστώσα, τη συνιστώσα του κοινωνικού κόστους της κυκλοφορίας. Το πρόβλημα όμως με αυτή τη συνιστώσα είναι ότι το κόστος που συνεπάγεται «διαφεύγει», δηλαδή δεν καταβάλλεται από εκείνους που το δημιουργούν (τόσο σύνηθες στην Ελλάδα!) και ως εκ τούτου μεταφέρεται «αδίκως» (χωρίς πλέον άλλο σχόλιο!) στον γενικό πληθυσμό.
Το κόστος αυτό αφορά το άμεσο κόστος μετακίνησης (εκτιμάται σε 0,34 Α ανά χιλιόμετρο) και δεν περιλαμβάνει το κόστος του χρόνου του μετακινούμενου. Αν ληφθεί και αυτό υπόψη, τότε το (γενικευμένο, όπως αποκαλείται) κόστος ανέρχεται πάνω από το 11% του ΑΕΠ.
Από άποψη καυσίμων και μόνο, οι συνθήκες συμφόρησης στην Αθήνα συνεπάγονται μια πρόσθετη κατανάλωση (σπατάλη) καυσίμων της τάξης των 110 λίτρων/μετακινούμενο ετησίως, που αν γίνουν υπολογισμοί μόνο για τις εργάσιμες ημέρες, αντιστοιχούν σε 0,5 λίτρα/μετακινούμενο/ημέρα. Επαναλαμβάνοντας τους υπολογισμούς για τις περιόδους της ημέρας που το οδικό δίκτυο λειτουργεί σε συνθήκες συμφόρησης, καταλήγουμε σε μια συνολική σπατάλη 600.000 λίτρων/ημέρα ή περίπου 100.000 τόνων ετησίως. Αν μεταφράσουμε αυτή τη σπατάλη σε χρήμα και προσθέσουμε και τη σπατάλη που προκαλείται και στις εμπορικές μετακινήσεις, φτάνουμε στο ισοδύναμο κόστος κατασκευής ενάμισι χιλιομέτρου γραμμής μετρό τον χρόνο!
Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις της συμφόρησης στα άλλα μεγέθη (αξία γης, εξασφάλιση στάθμευσης, ιδιωτικής και δημόσιας, ανάγκες συντήρησης κ.λπ.) αλλά και σε εκείνα που δεν αποτιμώνται άμεσα χρηματικά (ρύπανση, θόρυβος, ατυχήματα, αέρια του θερμοκηπίου, κοινωνικοί αποκλεισμοί) και συνθέτουν το έμμεσο κόστος κυκλοφορίας, το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, ανέρχεται μέχρι και στο 45% του άμεσου κόστους; Οι επιπτώσεις αυτές συσσωρεύονται με γεωμετρικό ρυθμό και με την εμφάνιση του υπερκορεσμού μπορούν να υπερβούν κατά πολύ τη συνιστώσα του άμεσου κόστους.
Αν στα προηγούμενα μεγέθη προστεθούν και όλοι εκείνοι οι παράγοντες που, προγραμματισμένα ή απρογραμμάτιστα, δικαιωματικά ή αυθαίρετα, συμβάλλουν στη μείωση της ικανότητας των δρόμων, τότε έχουμε μια εκθετικά διογκούμενη συνιστώσα, τη συνιστώσα του κοινωνικού κόστους της κυκλοφορίας. Το πρόβλημα όμως με αυτή τη συνιστώσα είναι ότι το κόστος που συνεπάγεται «διαφεύγει», δηλαδή δεν καταβάλλεται από εκείνους που το δημιουργούν (τόσο σύνηθες στην Ελλάδα!) και ως εκ τούτου μεταφέρεται «αδίκως» (χωρίς πλέον άλλο σχόλιο!) στον γενικό πληθυσμό.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22-09-2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου