όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες, και στη γωνία της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν’ αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, που ‘χει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κι ισόποσην ουσία απ’ το κρύσταλλο τού άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα να ‘μεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο –
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.
– II –
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση.
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
-ΙΙI –
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί
σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται
αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο
χώμα
κι η
θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα.
Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά,
τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό,
ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το
κεφάλι του.
– V –
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια.
Από μέσα ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.
– IX –
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
– XI –
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του.
Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει. Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.
– XXXII –
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε.
Αν είναι το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε.
Ετούτα τα κορίτσια ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου.
Σε τούτο το σχολείο θα πήγαινες μεθαύριο.
μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε.
Αθήνα, Φεβρουάριος – Μάρτης 1958
Από τα Λαζαράκια του Δημήτρη Τζάνη
Πηγή: www.soste.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου